Οι προσφυγικές γειτονιές στην Αθήνα καλά κρατούσαν και όλοι
προσπαθούσαν να καταλάβουν ο ένας τον άλλο.
Δεν έλειπαν τα πάρτυ της εποχής στα προσφυγικά σπίτια με τους
αμανέδες και τα ρεμπέτικα ανακατεμένα και τις προσφυγοπούλες
να λικνίζονται φιλήδονα προκαλώντας τους νέους των καλών οικογενειών.
Αυτοί συνηθισμένοι στο τσάρλεστον το φοξ-τροτ έβλεπαν περίεργα
τα νέα ήθη αλλά και αυτά τα κορίτσια που προσπαθούσαν να τυλίξουν
κάποιον από αυτούς και να ξεφύγουν από την φτώχεια.
Μπορεί στις χαμένες πατρίδες να είχαν τον τρόπο τους να είχαν
τελειώσει τα ακριβά σχολεία να γνώριζαν ξένες γλώσσες εδώ όμως
είχαν έρθει με τα ρούχα που φορούσαν.
Οι πρόσφυγες δούλευαν από το πρωϊ μέχρι το βράδυ σε όποια δουλειά
εύρισκαν.
Στην συνέχεια εύρισκαν τον δρόμο τους σύμφωνα με τα προσόντα
και τις γνώσεις τους.
Έφθασαν να διευθύνουν μεγάλες βιομηχανίες και εμπορικές εταιρείες
με επιτυχία.
Το Σάββατο το βράδυ το είχαν για διασκέδαση ...
Ο Βαμβακάρης έλεγε...
«Οι δικοί μας οι μουσικοί επαίζανε σχεδόν μόνο τα δημοτικά. Ποτέ κανένα μανεδάκι. Ενώ αυτοί εδώ όταν ήρθαν αρχινήσανε τσιφτετέλια, συρτά, πολλά, πολλά πράγματα. Μανέδες, τζιβαέρια, αϊβαλιώτικα, πολλά.»