Ο Αντώνης Δούκας ήταν γυμναστής μου στο γυμνάσιο. Δεν έτυχε ποτέ να κάνει γυμναστική στο τμήμα μου, όμως την εποχή εκείνη (τέλη του ’70) -δε γνωρίζω τι συμβαίνει τώρα- ο ρόλος του γυμναστή ήταν ο σημαντικότερος σ’ ένα γυμνάσιο. Στην πρωινή προσευχή ησυχία δε γινόταν αν δεν έπιανε το μικρόφωνο ο γυμναστής· στις διάφορες επισκέψεις μας, τάξη δεν επικρατούσε αν δεν ήταν παρών και ο γυμναστής· και βέβαια σ’ όλες τις αθλητικές μας εκδηλώσεις (φοίτησα σ’ ένα γυμνάσιο με μεγάλη παράδοση στον αθλητισμό¹) ο ρόλος του γυμναστή ήταν καθοριστικής σημασίας.
Διαβάζοντας στο βιβλίο του, πως από μικρός τον έβαζαν οι φίλοι του να κάνει το διαιτητή και πως η απόφασή του γινόταν αμέσως αποδεκτή απ’ όλους, θυμήθηκα πόση σημασία έδινε στην τήρηση των κανόνων κάθε αθλήματος, στην τήρηση του ευ αγωνίζεσθαι και στην καλλιέργεια της άμιλλας. Σκέφτηκα όμως και κάτι ακόμα. Πως η γενιά μου είχαμε την τύχη να διαπαιδαγωγηθούμε από δασκάλους σαν τον Αντώνη Δούκα που πέρασαν δύσκολες καταστάσεις, έζησαν απάνθρωπα γεγονότα, και επέζησαν διατηρώντας ταυτόχρονα την αξιοπρέπειά τους και -ίσως το σημαντικότερο- την ανθρωπιά τους. Αν είχα διαβάσει τότε το βιβλίο του, έχω την εντύπωση πως αλλιώς θα έβλεπα τον Αντώνη Δούκα. Σίγουρα με περισσότερο δέος, δε γράφω σεβασμό, γιατί απ’ ό,τι θυμάμαι, ο Αντώνης Δούκας ήταν από τους δασκάλους που κέρδιζαν -με την προσωπικότητά τους- από την πρώτη μέρα το σεβασμό των μαθητών του.
Σήμερα ο Αντώνης Δούκας διατηρείται ακόμη σε άριστη σωματική και πνευματική κατάσταση, διαβάζει, γράφει βιβλία, ασχολείται με τη ζωγραφική, τη φωτογραφία, και παραμένει ένας δραστήριος και ευαίσθητος άνθρωπος.
¹αναφέρομαι στο γυμνάσιο του Αμερικανικού Κολλεγίου Ανατόλια, στο οποίο είχα γυμναστή τον εξαίρετο παιδαγωγό, κ. Κασαπίδη.
Αντώνης Δούκας: «Ένα παιδί της Κατοχής θυμάται…»
Το Νοέμβριο του 1940, ο Αντώνης Δούκας, με την οικογένειά του, μετακόμισε στην Αθήνα, στη συνοικία του Κολωνού, όπου έμενε η γιαγιά του, μητέρα της μητέρας του. Από τα έξι αδέλφια της μητέρας του, τα πέντε είχαν επιστρατευτεί στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Μετά από λίγο επιστρατεύτηκε και ο πατέρας του. Στις δύσκολες εκείνες μέρες, όλη η συνοικία του Κολωνού έδειξε αξιοθαύμαστη συμπαράσταση προς την ηρωική γυναίκα που είχε στείλει πέντε παιδιά στο μέτωπο. Διαβάζοντας τη διήγηση του Αντώνη Δούκα, βλέπουμε μια, πρωτοφανή για τα σημερινά δεδομένα, αλληλεγγύη:
Στο καθημερινό κυνηγητό για το μεσημεριανό φαγητό πολύ σοβαρό ρόλο έπαιξε η συγκινητική συμπαράσταση, όχι μόνο της γειτονιάς, αλλά και ολόκληρης της συνοικίας του Κολωνού, προς την αξιοσέβαστη και τιμημένη αυτή μάνα -τη γιαγιά μου-, που είχε προσφέρει πέντε από τα παιδιά της στην υπηρεσία της πατρίδας μας.
Πολύ συχνά στο σπίτι μας, κατέφταναν και κάποιοι, που από το υστέρημά τους πρόσφερναν ό,τι μπορούσαν: ξύλα, κάρβουνα, χορταρικά, αλεύρι, ζάχαρη, λίγη έτοιμη σούπα, λίγη μπομπότα, λίγο πετρέλαιο, ακόμη και κρασί.
Και κάτι άλλο που έζησα μαζί της ήταν όταν στις καθημερινές μας «εξόδους» -με έπαιρνε πάντοτε μαζί της- με τα σχετικά κουπόνια ή δελτία για κάθε είδος χωριστά, δεν την άφηναν να κάτσει καθόλου στην ουρά, αλλά την έβαζαν πρώτη, ώστε, μόλις ανοίξει το μαγαζί, να σερβιριστεί πρώτη.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ «ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ…»
Για την πείνα που βασάνισε τις πόλεις της Ελλάδας, κατά τη διάρκεια της κατοχής, πολλά είναι γνωστά. Οι περισσότερες μαρτυρίες αναφέρονται στο χειμώνα του ’41-’42, ωστόσο από τη διήγηση του Αντώνη Δούκα βγαίνει το συμπέρασμα πως η πείνα θέριζε την Αθήνα από πιο νωρίς.
Είναι Αύγουστος του 1941. Ανήμερα της Παναγίας. Έχει περάσει ένας χρόνος από την ύπουλη και άνανδρη ενέργεια του Ιταλικού ναυτικού, τον τορπιλισμό του καταδρομικού μας «ΕΛΛΗ» μέσα στο λιμάνι της Τήνου.
Ο θείος μου ο Γιώργος είχε ρεπό από τη δουλειά του και σκέφτηκε να με πάρει να πάμε βόλτα μέχρι το Ζάππειο. Καλύτερα να μη γινότανε ποτέ αυτή η βόλτα, εξαιτίας της εμπειρίας που μου άφησε. Όταν περνούσαμε από την Ομόνοια, κοντοστάθηκα αποσβολωμένος από το θέαμα που αντίκρισα. Δύο αγόρια, λίγο πιο μεγάλα από μένα, ξυπόλητα, ρακένδυτα και αδυνατισμένα, να κουβαλούν ένα καρότσι ξύλινο, από εκείνα με δύο χερούλια και μία μόνο ρόδα μπροστά, δύο σκελετωμένα πτώματα που είχαν μαζέψει προφανώς από κάποιο κοντινό πεζοδρόμιο. Το οδηγούσαν και οι δύο μαζί και το πήγαιναν στα κάρα της Δημαρχίας που περίμεναν λίγο παρακάτω. Το παρέδωσαν σε κάποιο υπεύθυνο κι αυτός τους έδωσε ένα κομμάτι ψωμί, το αντίτιμο ασφαλώς για το φορτίο που παρέδωσαν.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ «ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ…»
Τον Αύγουστο του 1941 η οικογένεια του Αντώνη Δούκα επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί βέβαια η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Ο πατέρας του βρήκε μεν μια σταθερή δουλειά, ωστόσο τα αναγκαία καθημερινά τρόφιμα δύσκολα εξασφαλίζονταν. Έτσι ο μικρός Αντώνης αποφάσισε να βγει στη βιοπάλη. Αρχικά μοίραζε καφέδες και ποτά, στη συνέχεια όμως φορτώθηκε ένα κασελάκι με φαρδύ λουρί για να μην πονούν οι ώμοι του, το γέμισε τσιγάρα, σπίρτα, κουλούρια, καραμέλες και ζαχαρωτά, κι άρχισε να γυρίζει τους δρόμους της Θεσσαλονίκης πουλώντας την πραμάτεια του. Έτσι μπόρεσε να επιβιώσει η οικογένεια. Υπήρξε όμως και η θαυμαστή βοήθεια του καλόκαρδου Γερμανού μάγειρα Φριτζ, ο οποίος αφού μοίραζε το συσσίτιο στους στρατιώτες της φρουράς, έδινε τα περισσεύματα -κρυφά απ’ τους ανωτέρους του- στα παιδιά της γειτονιάς και ανάμεσά τους βέβαια στον Αντώνη Δούκα.
Και φτάνουμε στο μεγαλύτερο, στο πιο απεχθές έγκλημα που διέπραξαν οι Γερμανοί στη Θεσσαλονίκη: ο εκτοπισμός και στη συνέχεια η εξόντωση της συντριπτικής πλειοψηφίας των 50.000 Εβραίων της πόλης. Η εξόντωσή τους έγινε με μοναδικό, για τη μεθοδικότητα και την οργάνωση, τρόπο. Περιγράφει ο Αντώνης Δούκας:
Έτσι μόλις οι Γερμανοί στρογγυλοκάθισαν στη Θεσσαλονίκη άρχισαν να εφαρμόζουν τα αντισημτικά μέτρα τους: Σημάδεψαν τα μαγαζιά και τα σπίτια τους. Κατάσχεσαν τα ραδιόφωνα και τα τηλέφωνα και απαγόρευσαν την είσοδό τους σε δημόσιους χώρους (καφενεία, ζαχαροπλαστεία, γήπεδα, σινεμά). Τους υποχρέωσαν, όταν αλλάζουν τόπο διαμονής, να είναι εφοδιασμένοι με σχετική άδεια. Τους απαγόρευσαν τη χρήση των τραμ και όλων των μεταφορικών μέσων της εποχής. Επέβαλαν το κίτρινο αστέρι στο στήθος από 5 ετών και επάνω με την απειλή να τουφεκίζεται επί τόπου όποιος δεν φορούσε το αστέρι.
(…) Εμείς οι Θεσσαλονικείς βλέποντας τους σημαδεμένους με κίτρινο αστέρι Εβραίους τότε μόνο διαπιστώσαμε πόσο πολλοί ήταν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ «ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ…»
Την ίδια ανάμνηση έχει και ο Γιώργος Ιωάννου που στο αφήγημά του «Εν ταις ημέραις εκείναις» γράφει πως η Θεσσαλονίκη, για ένα μικρό χρονικό διάστημα -γιατί στη συνέχεια οι Εβραίοι κλείστηκαν σε γκέτο-, είχε πλημμυρίσει από κίτρινα, κινούμενα άστρα.
Ο Αντώνης Δούκας συνεχίζει την αφήγησή του με μια ακόμη αποτρόπαια πράξη, στην οποία δυστυχώς υπήρξαν Έλληνες συνεργοί:
Στις αρχές Δεκεμβρίου συνεργεία του Δήμου σύλησαν το περίφημο Εβραϊκό νεκροταφείο, που βρισκόταν εκεί από τον 15ο αιώνα. (…) Σε ό,τι αφορά τα μνημεία του νεκροταφείου, τα περισσότερα μνημεία (στήλες και επιγραφές) καταστράφηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν ως υλικά οικοδομών ή ρείθρα πεζοδρομίων. Τα ονόματα και οι μνήμες προσώπων, ραβίνων, δασκάλων και άλλων χάθηκαν για πάντα. Ακόμη με τις πλάκες μνημείων με εντολή των Γερμανών κατασκεύασαν μέσα στο χώρο νεκροταφείου και πισίνα για την ψυχαγωγία των στρατιωτών.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ «ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ…»
11 Ιουλίου 1942: Οι Γερμανοί συγκεντρώνουν τους Εβραίους στην Πλατεία Ελευθερίας.
(η φωτογραφία είναι από τη Βικιπαίδεια)
Η 11η Ιουλίου του 1942 υπήρξε μια μαύρη μέρα για την ιστορία, όχι μόνο των Εβραίων, αλλά της Θεσσαλονίκης γενικότερα. Οι Γερμανοί διέταξαν όλους τους Εβραίους άνδρες από 18 μέχρι 45 ετών να προσέλθουν στην πλατεία Ελευθερίας ώστε να τους καταγράψουν, με σκοπό βέβαια να τους εκτοπίσουν αργότερα στα διάφορα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ο Αντώνης Δούκας υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας αυτού του γεγονότος, το οποίο, όπως είναι φυσικό, χαράχτηκε μέσα του.
Το πεπρωμένο μου τα έφερε έτσι, ώστε να είμαι παρών κι εγώ εκεί και να ζήσω ανατριχιαστικές στιγμές στη ζωή μου. (…) Όλη η περιοχή είχε αποκλειστεί από ένοπλους Γερμανούς με τα αυτόματα όπλα στο χέρι στραμμένα στην πλατεία και δυο – τρεις από αυτούς προς εμάς, που απαγόρευαν να προχωρήσουμε περισσότερο προς το πεζοδρόμιο της παραλίας. Γύρω από την πλατεία μυδραλιοβόλα και μικρά κανόνια συμπλήρωναν την κορνίζα του ανατριχιαστικού αυτού πίνακα. Κατάφερα να χωθώ σιγά, σιγά μέχρι την άκρη της περίφραξης του λιμανιού, εκεί που αρχίζει η θάλασσα.
(…) Ανάμεσα στους συγκεντρωμένους Εβραίους ξεχώριζαν άλλοι Γερμανοί στρατιώτες, που κρατούσαν κι ένα βούρδουλα στο χέρι τους, που έδιναν διαταγές για «γυμναστικές ασκήσεις». Στην πραγματικότητα επρόκειτο για σκληρό στρατιωτικό καψόνι. Κάτω από το ζεστό ήλιο του Ιουλίου και χωρίς καπέλο στους περισσότερους «προσκεκλημένους» άρχισαν να φαίνονται τα σημάδια της εξάντλησης, κυρίως στους μεγαλύτερους και ανήμπορους. Όλα αυτά τα συνόδευαν οι αγριοφωνάρες των Γερμανών και οι βουρδουλιές που έπεφταν στα κορμιά αυτών που δεν εκτελούσαν τα προστάγματά τους. Όταν όμως άρχισε να προχωράει η μέρα και η ζέστη να γίνεται ανυπόφορη, μέσα σ’ εκείνο το στριμωξίδι των χιλιάδων ανθρώπων, το «καψόνι» γινόταν εξαντλητικό για τους περισσότερους και τότε έβλεπες κάποιους απ’ αυτούς να πέφτουν στο έδαφος. Τότε ακριβώς ακολουθούσε ο κουβάς με το νερό -όλα μελετημένα- επάνω στους πεσμένους, για να ξανασηκωθούν και ν’ αρχίζουν τις ασκήσεις. Για όσους δεν τα κατάφερναν ο βούρδουλας έπεφτε μέχρι λιποθυμίας των.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ «ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ…»
11 Ιουλίου 1942: Γερμανοί στρατιώτες κτυπούν Εβραίους στην πλατεία Ελευθερίας.
(η φωτογραφία είναι από τοhttp://www1.yadvashem.org/yv/en/education/languages
/greek/lesson_plans/after_the_rain.asp)
Εγώ είχα μαρμαρώσει από ό,τι έβλεπα και ζούσα. Και κάποια στιγμή που άρχισαν τα γαβγίσματα των λυκόσκυλων και οι αγριοφωνάρες των Γερμανών με τα ράους… ράους…, «ξύπνησα» από τον εφιάλτη των σκηνών του «έργου» που παιζόταν μπροστά μου. Ο πολύς κόσμος, όπως φαίνεται, άρχισε να τους ενοχλεί με την παρουσία του. Φοβούνταν ίσως κάποια αντίδρασή του που θα χαλούσε την «παράσταση» που με τόση φροντίδα είχαν προετοιμάσει, και δόθηκε η εντολή να απομακρυνθεί ο κόσμος. Αρκέστηκαν σ’ αυτό το μείγμα βίας και μίσους, που μας έδωσαν ακόμη και για παραδειγματισμό μας. Να προσέχουμε δηλαδή τη συμπεριφορά μας, όσο θα βρισκόμασταν υπό την κατοχή τους.
Όλη αυτή την ώρα κρατούσα με τα δυο μου χέρια το σκεπασμένο κασελάκι μου, και τραβώντας τα χέρια μου από αυτό πρόσεξα ότι τα δάχτυλά μου δεν άνοιγαν από το σφίξιμο τόσες ώρες που το κρατούσα, από την υπερένταση. Ακόμη ένιωθα άσχημα το στομάχι μου, το στεγνό στόμα κι ένα κόμπο στο λαιμό.
Η αποστολή των Εβραίων στα στρατόπεδα του Μπιργκενάου και του Άουσβιτς, στην Πολωνία ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1943.
Ένα πρωινό, καθώς ξεκινούσα για το δικό μου ποδαρόδρομο, έτυχε να δω ένα τέτοιο καραβάνι μελλοθανάτων να περνά από τη γειτονιά μου, επί της οδού Σιδηροδρομικού Σταθμού. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά όλων των ηλικών και μανάδες με μωρά στην αγκαλιά τους, να κρατούν ένα μπογαλάκι ή μια βαλίτσα. Με αργά βήματα και απελπισμένο ύφος, έδειχναν να γνωρίζουν τον προορισμό τους.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ «ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ…»
Το δράμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης καλύπτει ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου του Αντώνη Δούκα, κάτι απολύτως φυσιολογικό. Πώς θα μπορούσε να ξεχάσει ένας ευαίσθητος άνθρωπος τόσο τραγικές εικόνες; Πώς θα μπορούσε να κλείσει τα μάτια του μπροστά σε τόσα ανθρώπινα δράματα;
Διαβάζοντας το βιβλίο του θυμήθηκα κάποιες άλλες προσωπικές μου εμπειρίες που με κάνουν να πιστεύω πως οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης μπορεί να εξολοθρεύτηκαν, η θύμηση του δράματός τους όμως παρέμεινε για αρκετό καιρό στις μνήμες των κατοίκων αυτής της πόλης. Δε θα ξεχάσω -ήταν θυμάμαι τέλη της δεκαετίας του ’80- το παρακάτω περιστατικό: ένα βράδυ βλέπαμε όλη η παρέα στην τηλεόραση τον αγώνα μπάσκετ Άρη – Μακάμπι και κάποιος κάτι «πέταξε» εναντίον των Εβραίων. Αμέσως η μητέρα του φίλου μου, που μας ετοίμαζε μεζέδες στην κουζίνα, ήρθε να μας μαλώσει, γιατί θυμόταν ακόμη το καραβάνι των Εβραίων μελλοθάνατων που τους είχαν πάρει απ’ τη γειτονιά της για να τους οδηγήσουν στα κρεματόρια. Και την ώρα που μας μάλωνε τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα.
Μερικά χρόνια αργότερα άκουσα κι απ’ τη δική μου μητέρα, να μιλάει με δακρυσμένα μάτια για ένα ίδιο καραβάνι, όταν με αφορμή κάποια εισβολή του ισραηλινού στρατού στη Γάζα, είπα κι εγώ κάτι -ή ο αδελφός μου, δε θυμάμαι- εναντίον των Εβραίων. Μάλιστα η μητέρα μου θυμόταν ακόμη και τις εβραιοπούλες φίλες της που τελείωσαν τη ζωή τους με τόσο σκληρό και απάνθρωπο τρόπο. Δυο γυναίκες λοιπόν που δε γνωρίστηκαν ποτέ, αλλά έτυχε να έχουν την ίδια ηλικία (και οι δύο ήταν γύρω στα 8 όταν συνέβη το δράμα των Εβραίων), είχαν σαράντα χρόνια αργότερα χαραγμένο στη μνήμη τους τον ίδιο εφιάλτη.
Το βιβλίο του Αντώνη Δούκα περιέχει πολλές ακόμη εικόνες, όπως η «σκαλομαρία» που έκαναν οι πιτσιρικάδες στα τραμ, οι προσπάθειές τους να δουν χωρίς εισιτήριο τους ποδοσφαιρικούς αγώνες, το πρώτο βράσιμο των κουκιών από τη γιαγιά, ώστε να βγουν στην επιφάνεια τα μαμούνια, το τραγούδι «πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή και λέει στα παιδάκια νιξ φαΐ», η χειροβομβίδα που λίγο έλειψε να σκοτώσει το μικρό Αντώνη Δούκα, ο βομβαρδισμός των Εγγλέζων (21/9/1944), εικόνες δηλαδή μιας εποχής που ευχόμαστε ολόψυχα να μην ξαναδούμε ποτέ στην πατρίδα μας, αλλά ταυτόχρονα εικόνες που πρέπει να γνωρίζουμε γιατί η Ιστορία μαθαίνεται ολοκληρωμένα μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων και όχι μέσα από τα βιβλία Ιστορίας.