ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Η οδός Ικαριέων στο Γκάζι διατηρεί ίχνη του παρελθόντος.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Επιχείρησα για μία ακόμη φορά να περπατήσω από τον σταθμό του Θησείου μέχρι το Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς αρχίζοντας την πορεία μου από τον πεζόδρομο της Ερμού προς τον Κεραμεικό και το Γκάζι.
Εχει μια μελαγχολία αυτή η διαδρομή. Ηθελα να φτάσω γρήγορα στην Πειραιώς, αλλά το κομμάτι της Ερμού προς την Τεχνόπολη μού κράτησε πολλή ώρα το ενδιαφέρον. Ο ήλιος έπεφτε μαλακός καθώς άρχιζε η δύση και γύρισα το βλέμμα να δω το Μνημείο του Ολοκαυτώματος, που πάντα χαιρετάω σιωπηρά. Πρόσεξα πόσο μεγάλωσαν οι κουκουναριές που φυτεύτηκαν το 2004 και σε πόσο άθλια κατάσταση είναι όλη η περιοχή. Περπατούσα με δυσχέρεια πάνω στους πιο άβολους κυβόλιθους που επινοήθηκαν ποτέ. Και δεξιά μου αγνάντευα τον Κεραμεικό. Νησίδα γαλήνης.
Αλλά όταν έφτασα στην Πειραιώς, λοξοδρόμησα μέσα στα στενά. Απέφυγα έτσι τον θόρυβο της λεωφόρου και αφέθηκα ως περιηγητής στα μικρά δρομάκια του Γκαζιού, που με τα ονόματά τους μου έφεραν στον νου τη «Βιοτεχνία υαλικών» του Κουμανταρέα. Ο πρώτος δρόμος που με τράβηξε μέσα στο Γκάζι, στις μυστικές του κοιλότητες, εκεί όπου οι ήχοι χαμηλώνουν και οι σκιές μακραίνουν, ήταν η οδός Ικαριέων. Και ήμουν τυχερός, γιατί δύο βήματα από την Πειραιώς, σε βάθος δέκα μέτρων, είχα ξεχάσει τη μεγάλη λεωφόρο και είχα αφεθεί να κοιτάζω το μικρό σπίτι με τα τρία παράθυρα. Ο σοβάς είχε φύγει και είχε αφήσει θραύσματα γύψινης ώχρας, μερικές σπασμένες γιρλάντες και μισοπεσμένα επίκρανα. Τα τρία κλειστά παράθυρα ήταν σαν τρία κλειστά μάτια και όταν πήγα στο πλάι να δω μέσα από την αυλόπορτα, πρόσεξα ότι δεν υπήρχε σπίτι από πίσω. Είχε όλο πέσει. Αγριόχορτα φύτρωναν εκεί όπου ήταν τα δωμάτια και οι μισοπεσμένοι τοίχοι πρόβαλλαν ανάμεσα σε καδρόνια και άχρηστα αντικείμενα με μια ξεφλουδισμένη απόχρωση ροζ και γαλάζια. Ηταν ένα σκηνικό παρακμιακής ποίησης.
Το ίδιο θέαμα είδα και παρακάτω. Γιατί όσες φορές ένα σπίτι μού τραβούσε την προσοχή, πλησιάζοντας διαπίστωνα ότι ήταν ερειπωμένο και σε ορισμένες περιπτώσεις διασωζόταν μόνο η πρόσοψη. Οπως στην οδό Στρατονίκης 3, αλλά και στην Κλεάνθους και σε άλλα σημεία. Εστω και από μακριά ένιωθα την αύρα του σταματημένου χρόνου.
Οταν έφτασα, όμως, στη μικρή πλατεία Κουλούρη και στην οδό Ελασίδων, είχα την αίσθηση, φευγαλέα και πιθανώς ψευδαισθητική, της παλιάς γειτονιάς. Ηταν και τα δεντράκια που έφτιαχναν θόλους και έμοιαζαν με σπίτια πουλιών, ήταν τα παγκάκια με μητέρες και παιδιά, φωνές παιχνιδιών και μια ράθυμη ανεμελιά που θύμιζε τη δεκαετία του ’50. Σε μια πλευρά της πλατείας, δύο παλιά σπίτια, κλειστά, αλλά πόσο ατμοσφαιρικά. Το ένα, το ψηλότερο, πρέπει να ήταν δωμάτια-δωμάτια που έβλεπαν σε αυλή και στα κεραμίδια του πιο μικρού σπιτιού. Ηταν ένα θραύσμα από μια φτωχή Αθήνα, που έμεινε σε φωτογραφίες και διηγήσεις.
Αλλά το Γκάζι, καθώς προχωρούσα προς το Μπενάκη, άλλαζε και είχε ανάκατα ψηλά και χαμηλά κτίρια. Στην οδό Μεγάλου Βασιλείου, η άπλα του δρόμου και η απόκοσμη ησυχία με έφεραν πάλι πίσω σε έναν απροσδιόριστο χρόνο καθώς η γειτονιά φαινόταν περιέργως ακατοίκητη παρότι πολλά παράθυρα είχαν κουρτίνες και πού και πού ξεχώριζα κάποια μορφή σε ένα μικρό μπαλκόνι. Σε ένα από αυτά, λίγα μέτρα παρακάτω, ήταν μόνο μια ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα και το παράθυρο έμοιαζε κλειστό.