Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα το ελληνικό κράτος δέχτηκε πρόσφυγες μετά από την ατυχή έκβαση αλυτρωτικών εξεγέρσεων στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την Ήπειρο και την Κρήτη. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όταν ηρεμούσαν τα πράγματα, αυτοί επέστρεφαν σύντομα στους τόπους τους. Τον 20ο αιώνα, οι πρώτοι Έλληνες πρόσφυγες που πέρασαν μαζικά τα σύνορα ήταν κάτοικοι της Ανατολικής Ρωμυλίας, το 1906, ύστερα από διώξεις που υπέστησαν, αποτέλεσμα του αγώνα επικράτησης μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας στη Μακεδονία (Μακεδονικός αγώνας). Τον ίδιο χρόνο, λόγω της έντασης στις σχέσης Ελλάδας - Ρουμανίας (Κουτσοβλαχικό ζήτημα), απελάθηκαν Έλληνες από τη Ρουμανία. Μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων έφτασαν Έλληνες από τη Βουλγαρία, τη Δυτική Θράκη, τις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας που είχαν κατακυρωθεί στη Βουλγαρία, καθώς και από τις περιφέρειες Μοναστηριού, Γευγελής και Δοϊράνης, που είχαν περιέλθει στη Σερβία. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές τον 20ου αιώνα, ο ελληνικός πληθυσμός στη Μικρά Ασία αυξήθηκε σημαντικά, ενώ παράλληλα σημείωσε αξιόλογη οικονομική άνοδο και εντυπωσιακή κοινοτική και εκπαιδευτική οργάνωση. Ο ολοένα αυξανόμενος τουρκικός εθνικισμός, ιδιαίτερα μετά την ταπείνωση στον Ιταλοτουρκικό πόλεμο (1911) και το Βαλκανικό πόλεμο (1912-1913), αντιμετώπιζε εχθρικά τις μειονότητες που ζούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Στο στόχαστρο βρέθηκαν κυρίως οι Έλληνες και οι Αρμένιοι. Τους πρώτους μήνες του 1914, σημαντικός αριθμός Μουσουλμάνων της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία. Αυτό έδωσε το πρόσχημα στην τουρκική κυβέρνηση -σε συνδυασμό με την επικείμενη είσοδο της Τουρκίας στον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο- να προχωρήσει σε συστηματικούς διωγμούς των Ελλήνων, πρώτα στην Ανατολική Θράκη και, στη συνέχεια, στη δυτική Μικρά Ασία. Η επιχείρηση σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε με την καθοδήγηση των Γερμανών, συμμάχων τότε των Τούρκων.
ΤΑ ΔΙΑΒΟΗΤΑ ΤΑΓΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΓΑΝΩΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗ ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΕΥΣΙΜΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
Είχε προηγηθεί ανθελληνική εκστρατεία του τουρκικού Τύπου και ποικιλότροπη καταπίεση των Ελλήνων για να εξαναγκαστούν σε εκούσια μετανάστευση: εμπόδια στις εμπορικές δραστηριότητες, έκτακτες φορολογίες, επιτάξεις αγαθών για τις ανάγκες του πολέμου. Δεν έλειψαν οι λεηλασίες και οι δολοφονίες Ελλήνων. Επίσης, οι πληθυσμοί ολοκλήρων χωριών ή και ευρύτερων περιοχών μετατοπίστηκαν αναγκαστικά από τα παράλια προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η κατάργηση της δυνατότητας εξαγοράς της στρατιωτικής θητείας οδήγησε σε χιλιάδες λιποταξίες, και οι «φυγόστρατοι» που συλλαμβάνονταν εκτελούνταν. Κάποιοι από τους συλλαμβανόμενους, μαζί με άλλους, μη στρατεύσιμους, επάνδρωσαν τα διαβόητα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού). όπου πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες, την πείνα και τις αρρώστιες. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κήρυξε την Ορθόδοξη Εκκλησία σε διωγμό, αναστέλλοντας τη λειτουργία των εκκλησιών και των σχολείων, ενώ η Ελλάδα αντέδρασε με ρηματικές διακοινώσεις προς τη τουρκική κυβέρνηση. Η ένταση του διωγμού αυτού κράτησε από το Μάιο έως το Σεπτέμβριο του 1914. Οι διώξεις και οι εκτοπίσεις του Ελληνικού στοιχείου συνεχίστηκαν, σε μικρότερο όμως βαθμό, και τα επόμενα χρόνια, ως το τέλος του πολέμου, το 1918, επεκτάθηκαν μάλιστα και σε άλλες περιοχές (Μαρμαράς, Πόντος κ. ά.). Οι πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ελλάδα αυτή την περίοδο ανέρχονταν σε πολλές χιλιάδες. Το 1916 κατέφυγαν στην Ελλάδα πρόσφυγες από την Ανατολική Μακεδονία, την οποία είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι. Μετά τη λήξη των εχθροπραξιών του Α'Παγκόσμιου Πολέμου, το 1918, επέστρεψαν στις εστίες τους. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Νεϊγύ, το Νοέμβριο του 1919, η Δυτική Θράκη παρεχωρείτο από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα. Βάσει του «Συμφώνου περί αμοιβαίας μεταναστεύσεως μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας», το οποίο ήταν συνημμένο στη συνθήκη, αναχώρησαν από την Ελλάδα περίπου 50.000 Βούλγαροι και από τη Βουλγαρία περίπου 30.000 Έλληνες (άλλοι 20.000 Έλληνες είχαν μεταναστεύσει προς την Ελλάδα πριν από το 1919). Κατά τη διάρκεια της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα Έλληνες πρόσφυγες ήρθαν επίσης από τα ι.ταλοκρατούμένα Δωδεκάνησα (από το 1910 και εξής), τη Βόρειο Ήπειρο (κυρίως το 1914), τη Ρουμανία (1919) και περιοχές της Μικρός Ασίας (1919). Τέλος, εξαιτίας της Ρωσικής επανάστασης (1917) και της κατάληψης ρωσικών επαρχιών από την Τουρκία, Έλληνες της Ρωσίας, Αρμένιοι και αρκετοί Ρώσοι έφτασαν πρόσφυγες στην Ελλάδα από λιμάνια της Μαύρης θάλασσας. Έως το 1920 είχαν καταφύγει στην Ελλάδα 800.000 περίπου πρόσφυγες. Κάποιοι έφτασαν με δικά τους μέσα, άλλοι μεταφέρθηκαν με τη φροντίδα του ελληνικού κράτους. Ο μεγαλύτερος αριθμός των προσφύγων αυτών συγκεντρώθηκε στην Αθήνα και τον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη και, γενικά τη Μακεδονία, και σε νησιά του ανατολικού Αιγαίου (Λέσβος, Χίος, Σάμος). Οι υπόλοιποι εγκαταστάθηκαν σε άλλα αστικά κέντρα της χώρας. Κύριο ρόλο στην περίθαλψη των προσφύγων, έως τον Οκτώβριο του 1916, διαδραμάτισε η ιδιωτική πρωτοβουλία. Το Υπουργείο Εσωτερικών συγκρότησε επιτροπές που είχαν ως έργο τη διανομή τροφίμων, ιματισμού και χρηματικής βοήθειας. Οι δαπάνες καλύπτονταν με εράνους, δωρεές και κάποια μικρή κρατική επιχορήγηση. Η προσπάθεια αυτή πήρε πιο οργανωμένη μορφή με την ίδρυση, στη Θεσσαλονίκη, της «Κεντρικής Επιτροπής προς περίθαλψην και εγκατάστασιν των εν Μακεδονία εποίκων ομογενών», που είχε ως σκοπό την άμεση περίθαλψη και εγκατάσταση των προσφύγων σε εγκαταλελειμμένα τουρκικά και βουλγαρικά χωριά της κεντρικής και ανατολικής Μακεδονίας. Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού, από τον Οκτώβριο του 1916 έως τον Ιούλιο του 1917, η κυβέρνηση Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη αντιμετώπισε το ζήτημα των προσφύγων συστηματικότερα, ιδρύοντας την «Ανωτάτη Διεύθυνση Περιθάλψεως».
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΔΙΩΓΜΩΝ ΤΟ 1914-1918 ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΕΝΩ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΝΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΘΟΥΝ ΣΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ
Με την επικράτηση του Βενιζέλου, τον Ιούλιο του 1917, ιδρύθηκε το Υπουργείο Περιθάλψεως. το οποίο θα μεριμνούσε, όχι μόνο για τους πρόσφυγες, αλλά και για τις οικογένειες των εφέδρων που βρίσκονταν στο μέτωπο, και επίσης τις οικογένειες των θυμάτων του πολέμου. Σύμφωνα με στοιχεία των κατά τόπους υπηρεσιών του Υπουργείου Περιθάλψεως, περίπου 450.000 πρόσφυγες δέχτηκαν περίθαλψη. Οργανώθηκαν καθημερινά συσσίτια από το κράτος ή το Πατριωτικό Ίδρυμα, ενώ διανέμονταν ρουχισμός και κλινοοκεπάσματα, καθώς και μικρό χρηματικό βοήθημα. Οι προσφυγές στεγάστηκαν σε προσωρινά καταλύματα (σκηνές ή παραπήγματα), σε δημόσια κτίρια και σε επιταγμένα ή μισθωμένα ιδιωτικά. Για την ιατρική περίθαλψη των προσφύγων διορίστηκαν γιατροί, φαρμακοποιοί και μαίες, χορηγούνταν φάρμακα και προβλεπόταν νοσηλεία στα δημόσια νοσοκομεία ή σε άλλα, ειδικά διαμορφωμένα για τους πρόσφυγες. Τέλος, υπήρξε μέριμνα για εύρεση εργασίας και δωρεάν μετακίνηση για εύρεση στέγης ή εργασίας και για επιστροφή στις εστίες τους. Η παλιννόστηση των προσφύγων στις εστίες τους ξεκίνησε τους τελευταίους μήνες του 1918, με το τέλος του πολέμου για την Τουρκία (Οκτώβριος 1918), Το έργο αυτό επωμίστηκε και πάλι το Υπουργείο Περιθάλψεως, με τη συνδρομή του Πατριαρχείου. Η παλιννόστηση έγινε τμηματικά. Οι περισσότεροι πρόσφυγες επέστρεψαν στις εστίες τους μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, το Μάιο του 1919. Ως το τέλος του 1920 είχε επιστρέψει στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη η πλειονότητα των προσφύγων. Η επανεγκατάστασή τους δυσχεραινόταν από το γεγονός ότι πολλά σπίτια, εκκλησίες και σχολεία είχαν μερικώς ή ολοσχερώς καταστραφεί, ενώ σε σπίτια Ελλήνων είχαν εγκατασταθεί Μουσουλμάνοι πρόσφυγες από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Σερβία και την Αλβανία. Στο πλαίσιο της Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης ιδρύθηκε η «Υπηρεσία Παλιννοστήσεως και Περιθάλψεως», που βοηθούσε τους επαναπατριζόμενους να αποκατασταθούν στα σπίτια τους και τις ασχολίες τους. Όμως οι ειρηνικές μέρες δεν επρόκειτο να κρατήσουν πολύ. καθώς λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1922, οι άνθρωποι αυτοί, μαζί με χιλιάδες νέους πρόσφυγες, έπαιρναν πάλι το δρόμο της προσφυγιάς.
ΝΙΚΟΣ ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
24.10.1999