«Εις ένα κέντρο των Πετραλώνων εκάθητο ένας νεαρός με δύο κοπέλλες και ένα κύριον μεσόκοπον. Ο νεαρός ήταν κομψός. Ο μεσόκοπος ήταν τύπος μάλλον λαϊκός αλλά ευκατάστατος και καλοζωισμένος. Οι κοπέλλες ήσαν βάλε δεκάξη η μία, επάνω-κάτω είκοσι η άλλη. Στήριγμα της παρέας αποτελούσε ο νεαρός αν έκρινε κανείς από τα γελαστά μάτια και τα μισάνοιχτα στόματα με τα οποία τον παρακολουθούσαν οι υπόλοιποι.
Ήταν δε ως εξής ο νεαρός. Ψηλόλιγνος. Εφορούσε ένα κοστούμι καφέ καρώ, πολύ κομψό, κάλτσες μπεζ και παπούτσια καφέ βελουτέ. Το πρόσωπό του ήταν μακρύ. Το σαγόνι του οξύ. Τα μάτια του έξυπνα και η μύτη του λιγάκι σουβλερή ως μπάμια. Το μαλλί του ήταν κολλημένο στο κρανίον του με λυσσώδες βούρτσισμα και γυάλιζε τόσον ώστε μπορούσες να καθρεφτιστής θαυμάσια στην κεφαλήν του.
Μιλούσε διαρκώς. Εκάπνιζε, διέκοπτε ολίγον, άφινε τους άλλους να γελούν και ύστερα ακουμπούσε το τσιγάρο στην άκρη ενός πιάτου και εσυνέχιζε τις ατελείωτες και αρκετά χαριτωμένες όπως εφαίνετο ιστορίες του.
Ένας προσεκτικός παρατηρητής θα αντιλαμβάνετο αμέσως ότι ο νεαρός δεν εκαθόταν τυχαίως και μοιραίως μεταξύ των δύο κοριτσιών και του πατέρα τους. Διότι τα βλέμματα της μεγαλυτέρας κοπέλλας αντανακλούσαν τόσην τρυφερότητα και το πρόσωπο του πατέρα έδειχνε τόσην ευτυχίαν, ώστε δεν εχρειαζόταν φιλοσοφία για να εννοήση κανένας ότι ο νέος προωρίζετο για γαμβρός. Άλλως τε η κουβέντα επήρε έξαφνα μορφήν πολύ σοβαράν. Ένας κακοήθης ωτακουστής, έξαφνα, θα άκουγε τον παρακάτω χαρακτηριστικόν διάλογον:
-Λοιπόν Χρηστάκη;…
-Μάλιστα;
-Πάνε καλά οι δουλειές τώρα;
-Οι δουλειές; Τι λέτε κύριε Παναγιώτη. Όταν ο Χρηστάκης αποφασίζει να κάνη κάτι στην ζωή του, τα κανονίζη όλα εκ των προτέρων μέχρι και της τελευταίας λεπτομερείας. Σήμερα, αγαπητέ μέλλων πενθερέ μου, με την τελευταία προαγωγή μου παίρνω καθαρές εφτά χιλιάδες δραχμές. Δεν λέω πως ο μισθός αυτός είνε καταπληκτικός όταν η προίκα της δεσποινίδος κόρης σας φτάνει τις πεντακόσιες χιλιάδες –παρντόν μαμζέλ που συζητάμε θέματα τόσο πεζά- αλλά σας βεβαιώ ότι πολύ γρήγορα ο μισθός μου θα φτάση τις δέκα χιλιάδες δραχμές μηνιαίως οπότε υποθέτω ότι δεν θα χρειασθή να συνεισφέρη κανένας για την εξασφάλισιν μιάς ζωής ανέτου όπως επιθυμώ να εξασφαλίσω εις την δεσποινίδα κόρη σας.
Γοητευμένοι ήσαν όλοι από τα σταράτα αυτά λόγια που έλεγε με τόσον αέρα και τέτοιο μπρίο ο υποψήφιος γαμβρός. Ο υποψήφιος πενθερός του τον έβλεπε σαν ένα απόκτημα, η μεγαλειτέρα εκ των δύο κοπελλών ως την ενσάρκωσιν των ονείρων της και η μικροτέρα τον παρακολουθούσε με νυγμούς ζήλειας εις τα τρίσβαθα της ψυχής της.
Εκεί ήσαν τα πράγματα όταν ενεφανίσθη ο από μηχανής δαίμων. Ήταν ένας κύριος παχουλός, μετρίου αναστήματος, ως σαράντα χρονών, ο οποίος μόλις είδε τον νεαρόν επλησίασε στο τραπέζι του με βήμα αποφασιστικόν. Εκόπηκε η μιλιά του νέου μόλις τον αντελήφθη και το χρώμα του έγινε κάτασπρο. Ύστερα ετινάχτηκε επάνω και προσπαθώντας να ξαναβρή το μπρίο του εστράφη προς τον παχουλόν κύριον:
-Καλημέρα Θανάση.
-Σε βρίσκω επι τέλους!
-Τι νέα, τι γίνεσαι; Επέρασα πέντε φορές απ’ το κατάστημά σου και δεν μπόρεσα να σε πετύχω. Είμαι πολύ ευτυχής που σε συναντώ. Κάθισε να σε συστήσω στον κύριο Ανδρεόπουλο και στα κορίτσια του. Θα πάρης τίποτε;
-Βγάλε γρήγορα το σακκάκι γιατί η υπομονή μου εξηντλήθη!
Πέτρα ήταν η καρδιά του κ. Θανάση; Μα και να μη συγκινηθή καθόλου από αυτήν την φιλικήν εγκαρδιότητα του θύματός του, αφού τ’ ακούει το δικαστήριον και δεν μπορεί να το πιστεύση:
-Έτσι σου είπε;
-Μάλιστα.
-Επί λέξει;
-Μάλιστα κ. πρόεδρε.. Έκανε ποτέ ράπτης τέτοιαν απρέπειαν; Ομολογώ κ. πρόεδρε ότι του εχρωστούσα από διετίας τρία κοστούμια, αλλά τελευταίως οι δουλειές μου δεν επήγαιναν καθόλου καλά και αναγκάστηκα να του καθυστερήσω τα χρήματά του.
Εκλήθη και ο ράπτης:
-Απατεών!
-Σιγά! Σιγά! Χωρίς ύβρεις!
-Δυό χρόνια τώρα κ. πρόεδρε μου χρωστά τρία κουστούμια και δεν μου επλήρωσε πεντάρα. Θα μου πήτε τώρα αφού δεν πλήρωσε το ένα πως του
έφτιαξα τα άλλα. Μα κάθε φορά κατόρθωνε να με μπλέκη ισχυριζόμενος ότι σε λίγες μέρες επρόκειτο να παντρευτή και να πάρη μια τεράστια προίκα. Μ’ αυτά κι’ αυτά κατάφερε να με τυλίξη.
»Ξέρετε κ. πρόεδρε ότι η υπομονή έχει όρια. ‘Όταν τον είδα προχθές να παριστάνη τον κύριο δεν μπόρεσα πλέον να κρατηθώ. Του τα είπα γιατί είχα πάρη όρκο να τον ρεζιλέψω. Κι’ αυτός έρχεται το ίδιο απόγευμα στο μαγαζί μου και είχε το θράσος να βάλη τις φωνές και να με βρίση. Εμένα! Να βρίση αυτός που τον ντύνω δύο χρόνια! Έ, δεν μπόρεσα να κρατηθώ και τον πέταξα έξω με τις κλωτσιές όταν ήλθε ο κ. αστυφύλακας και συνέλαβε και τους δύο μας.
Το δικαστήριον επιβάλλει και στους δύο μικρό πρόστιμο επι διαταράξει της δημοσίας τάξεως. Όσο για την υπόθεσιν των κουστουμιών την παραπέμπει στα πολιτικά δικαστήρια. Και ο μεν ράπτης είνε ευχαριστημένος. Ο νέος όμως είνε απαρηγόρητος.
-Μια φορά ήμουν έτοιμος να κανονίσω τα ζητήματά μου. Μ’ εκάρφωσες άτιμε! Και τώρα περίμενε να πάρης τα λεφτά σου εις την Δευτέραν Παρουσίαν…».
(«Ακρόπολις» 1940 Δ. Ψαθάς)