ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΔΟΜΒΡΟΥ
Στην διάρκεια της κατοχής η βενζίνη και το πετρέλαιο προορίζονταν αποκλειστικά για τα στρατεύματα, κατοχής των Γερμανών, των Ιταλών και στη Βόρειο Ελλάδα των Βουλγάρων.
Έτσι καύσιμη και κινητήρια ύλη ήταν τα κάρβουνα και τα ξύλα.
Η Ερυθραία στα βόρειά της έχει τότε απέραντα δάση από πεύκα και λόγγους με κουμαριές, πουρνάρια και σχοίνα και οι Ερυθραιώτες για να ζήσουν επιδόθηκαν στη ξύλευσή τους και στο εμπόριό τους.
Τα ξύλα και τα κάρβουνα έπρεπε όμως να μεταφερθούν στην Αθήνα. Μια και τότε τα αυτοκίνητα ήτανε λίγα κι αυτά για την κίνησή τους έκαιγαν ξύλα, τα ηρωϊκά γκαζοζέν, απέμειναν τα καρότσια, που τα έσερναν άνθρωποι και που σε αντίθεση με τα γκαζοζέν δεν πάθαιναν ζημιές.
Ο πιο προηγμένος τύπος καροτσιού τότε ήτανε τα τανκς. Τα τανκς πήρανε το όνομά τους από δύο ρόδες από χαλασμένα πολεμικά τανκς. Οι ρόδες αυτές ήταν χαλύβδινες, είχαν στο κέντρο που πέρναγε ο άξονας ακριβά ρουλεμάν και γύρω γύρω συμπαγές λάστιχο πάχους κάπου δύο πόντων.
Επειδή οι τροχοί αυτοί μετέδιδαν την κίνηση από τη μηχανή στις ερπύστριες και μάλιστα σε πολεμικό όχημα, όλα τα μέρη τους ήταν άριστης ποιότητας, ενώ όλες οι άλλες κατασκευές της εποχής εκείνης λόγω έλλειψης υλικών ήταν άθλιες.
Πάνω στον άξονα που ένωνε τις δυο ρόδες του τανκς στηρίζονταν η ξύλινη καρότσα, που μπρος και πίσω της ξεκίναγαν μακριά δοκάρια, η σκάρα και τα τιμόνια. Τα δοκάρια αυτά συνδέονταν μεταξύ τους με σανίδες και πάνω σ αυτές δένανε τα τσουβάλια με τα ξύλα και τα κάρβουνα.
Το στοίβαγμα των τσουβαλιών σε όλο το μήκος του καροτσιού έφτανε μέχρι δύο μέτρα ύψος και το μεταφερόμενο βάρος τους τρεις με τέσσερις τόνους.
Στην άκρη των τιμονιών ήταν δεμένο ένα χοντρό σκοινί, από το ένα στο άλλο και πίσω του έμπαινε ο τιμονιέρης, που με το σώμα και τα χέρια του έσπρωχνε το τανκς. Οι άλλοι ξυλοκόποι έσπρωχναν από πίσω και από τα πλάγια, καμιά δεκαριά άτομα. Για φρένο είχε το τανκς από κάτω από την καρότσα, στο πίσω μέρος, καρφωμένο ένα χοντρό ξύλο, τον τάκο. Όταν ο τιμονιέρης σήκωνε ψηλά τα τιμόνια, ο τάκος ακουμπούσε στο χώμα και φρενάριζε το τανκς.
Την απόσταση Μαραθώνα Αθήνα, κάπου σαράντα χιλιόμετρα την διανύανε σε 10 ώρες περίπου.
Ο δρόμος ήταν φαγωμένη άσφαλτος, γεμάτη λακκούβες. Ευτυχώς η διαδρομή ήτανε, στο μεγαλύτερο μήκος της κατηφορική. Η μεγαλύτερη κατηφόρα άρχιζε στην κλινική της Αναγέννησης, λίγο μετά τον Πλάτανο της Κηφισιάς, πέρναγε τα Σχολεία και διέσχιζε το Μαρούσι. Στην κατηφόρα οι ξυλοκόποι καβαλάγανε πάνω στα τσουβάλια και μόνος ο τιμονιέρης κουμαντάριζε το τανκς. Όποτε η ταχύτητα μεγάλωνε επικίνδυνα, σήκωνε τα τιμόνια ψηλά, ακούμπαγε ο τάκος στο χώμα και το σύστημα φρενάριζε. Μετά τα χαμήλωνε και το καρότσι έπαιρνε πάλι φόρα.
Η κούραση των ξυλοκόπων σπρώχνοντας αυτά τα γιγαντιαία καρότσια ήτανε απερίγραπτη. Επί πλέον το φαγητό την εποχή εκείνη ήτανε κυρίως χόρτα με λίγο λάδι και ψωμί από καλαμποκάλευρο, την ηρωική μπομπότα. Ο γυρισμός στην Ερυθραία του άδειου πια τανκ ήτανε παιχνιδάκι.
Οι ξυλοκόποι με τις τσέπες γεμάτες κατοχικά λεφτά μαζεύονταν στα μεγάλα ζαχαροπλαστεία της Αθήνας, στου Τσίτα, στο Πέτρογκραντ, αλλά και στου Παπαδέλη, του μοναδικού ζαχαροπλάστη της Ερυθραίας και παραγγέλνανε δύο και τρεις πάστες για να ισορροπήσουν την κατανάλωση των θερμίδων, που χάσανε στην απάνθρωπη διαδρομή.
Εμείς τα παιδιά μαζευόμασταν στην οδό Μαραθώνος (έτσι λεγότανε τότε η Ελευθερίου Βενιζέλου) και χαζεύαμε το κομβόι των φορτωμένων καροτσιών.
Αν τύχαινε και βλέπαμε κανένα ερυθραιώτικο καρότσι βάζαμε ένα χέρι σπρώχνοντας στην ανηφόρα λίγο πριν από τον Φάρο.
Τα ξένα καρότσια δεν τα βοηθάγαμε, γιατί είμαστε αδύνατοι και υποσιτισμένοι.