"Ε ρε τα χρόνια πως περνούν
γκριζάρουν τα μαλλιά μας
Μπορεί τα χρόνια να περνούν
μα δε γερνά η καρδιά μας
Θυμάμ’ εγώ θυμήσου εσύ
ε ρε παλιέ μου φίλε
κάπελα βάλε μας κρασί
και μια κιθάρα στείλε..."
Στις γειτονιές της Αθήνας υπήρχαν πολλά ταβερνάκια
με μουσική.
Δηλαδή μη φανταστείς κάτι με πίστα και φώτα και φρου-φρου
και αρώματα.
Στην άκρη μερικές καρέκλες για τους μουσικούς.....
Καλό φαϊ πάνω στα εμπριμέ τραπεζομάντηλα και από πάνω
η λαδόκολλα για να μη λερώνουν.
Ο ταβερνιάρης και διευθυντής της ορχήστρας και τραγουδιστής.
Πηγαίναμε άπαξ του μήνα με παρέα ρεφενέ οι οικογένειες
αλλά εμείς τα πιτσιρίκια γρήγορα γλαρώναμε στην χώνευση.
Τότε δεν υπήρχαν μπέϊμπι σίτερς να μας κρατάνε και όσοι
δεν είχαν γιαγιάδες πήγαιναν μαζί με τους γονείς αναγκαστικά.
Οι έξυπνοι ταβερνιάρηδες όμως το είχαν λύσει το πρόβλημα.
Δίπλα στην ταβέρνα υπήρχε δωματιάκι και μας κοίμιζαν.
Όταν ερχότανε η ώρα να αναχωρήσουν οι μεγάλοι
μας έκοβαν στην πλάτη και πίσω στο σπίτι.
Πίσω στα παλιά
↧
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ..ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΤΟ ΤΑΒΕΡΝΑΚΙ
↧