«Πολούνται αυγά της ημέρας παρασκευαζόμενα εντός»
«Ένα από τα τερπνότερα θεάματα που μπορούσε να δή κανείς άλλοτε στους αθηναϊκούς δρόμους ήσαν και η αμίμητες εκείνες επιγραφές πού εσκάρωνε το ευφάνταστον δαιμόνιον των Αθηναίων καταστηματαρχών.
Η επιγραφές αυτές δεν διεσώθησαν βέβαια εις τους τοίχους. Διεσώθησαν όμως εις την μνήμην μερικών παλαιών, οι οποίοι ζήσαντες κατά το δεύτερον ήμισυ του 19ου αιώνος, εννοούν να περιφέρουν τους ρευματισμούς των και τον βρογχίτη τους μέχρι των ημερών μας. Και διεσώθησαν ακόμη η επιγραφές αυτές εις το χαρτί. Άνθρωποι έχοντες την μανίαν της συλλογής περιέργων αντικειμένων εφρόντισαν να ταριχεύσουν τα δείγματα αυτά της ρωμέϊκης φαντασίας και να τα κληροδοτήσουν εις τους μεταγενέστερους.
Από την μνήμην των πρώτων και από τας συλλογάς των δευτέρων σταχυολογούμε και μείς μερικούς επιγραφικούς μαργαρίτας. Αν και έχουν ξεραθή, ύστερα από τόσα χρόνια, διατηρούν όμως ακόμη το χαρακτηριστικό άρωμα της εποχής τους. Εκείνος που περνούσε εδώ και σαράντα χρόνια από την οδόν Αστερίου εδιάβαζε έξω από την μόστρα ενός καρβουνιάρικου, την πομπώδη αυτή περιγραφή: «Καρβουνοποιήον η Ορέα Ανθρακώπολις. Πολούνται και αυγά της ημέρας παρασκευαζόμενα εντός». Να τώρα ένα καφενείο κοντά σους Αγίους Θεοδώρους, η επιγραφή του δίγλωσσος:
«Καφενείον ο Αστήρ» από την μία μεριά και από την άλλη η γαλλική μετάφρασις: «Caffe l’ Astre». Ένα άλλο καφενείον της Παληάς Αθήνας έγινε ιστορικό χάρις εις ένα δηκτικό σχόλιο του μακαρίτη του Ροΐδη. Ο καταστηματάρχης είχε την έμπνευσιν να δώση στο μαγαζί του το όνομα ενός απατημένου συζύγου.
Το είχε βγάλει «Μενέλαο». Και ο Ροΐδης δείχνοντας την επιγραφή είπε κάποτε σ’ ένα του φίλο: «Τι ενθαρρυντική επιγραφή αλήθεια διά τους νυμφευμένους πελάτας του καφενείου…» Αλλά μπορούμε να μιλάμε για επιγραφές καταστημάτων χωρίς να κάνουμε λόγο για τον Ροδόλφο Μάϊφαρτ; Οι παληότεροι δεν μπορούν παρά να θυμούνται τον καλοκάγαθο και επιχειρηματικώτατο γερμανό έμπορο πού είχε το κατάστημά του στην οδόν Ερμού. Είνε ο πρώτος που εισήγαγε την «μετ’ εικόνος» ρεκλάμαν. Όχι εικόνος του ρεκλαμαριζομένου αντικειμένου αλλά του επιχειρηματίου. Η εικών του εστόλιζε τας στήλας του τύπου της εποχής εκείνης συνοδευομένη από την πομπώδη αυτήν και εις διθυραμβικόν τόνον συντεταγμένην αγγελίαν:
«Όπως πασών των αρετών ηγεμών εστίν η ασέβεια, τοιουτοτρόπως και παντών των εμπόρων κομψοτεχνημάτων και καλλιτεχνικών αντικειμένων ηγεμών εστί ο Μάϊφαρτ ού την διπλωματικήν μορφήν δημοσιεύομεν παραπλεύρως. Το εμπορικόν του κατάστημα είνε ταμείον πάσης καλλιτεχνίας και πρό της αποταμιεύσεως εκεί πλουσιωτάτης συλλογής, ο αγοραστής ευρίσκεται αληθώς εις αμηχανίαν εκλογής. Το εμπορικόν κατάστημα του Μάϊφαρτ είνε το αληθές προσκύνημα παντός φιλοκάλου. Οδός Ερμού 23».
Ασφαλώς το είδος αυτό της ρεκλάμας, η οποία εκτός των άλλων εκθειάζει διπλωματικώτατα και της σωματικές χάρες του καταστηματάρχου, ούτε το έφθασε, ούτε θα το υπερβή κανένας. Αλλά λίγα καλλιτεχνήματα του είδους αυτού έχουν την φιλολογικήν αξίαν της επιγραφής πού εστόλιζε κάποτε ένα κουρείο στον Πειραιά. Το Πειραιώτικο κουρείο έφερε την προμετωπίδα «Ζήτω ο πόλεμος» και εν συνεχεία παρείχε τας διαφωτιστικωτάτας αυτάς πληροφορίας:
Εις το κουρείον τούτο
Υπάρχουν αβδέλλες Βεντούζες σερβιτζιάλια
Δόντια διά βγάλσιμο
Καπνό και τα λυπά
Και μένει άνθρωπος
Εις το κατάστημα
Και ότι όρα τρέχη
Ημέρας και νυκτός
Ήμεθα γάρ πρόθυμη
Κείρονται και νεκροί.
Τι σου λέει και το πεταλωτήρι πού εσώζετο πρό ετών.
Ο μάστορας μνήμων των υπηρεσιών που προσέφεραν εις τον υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνα μας οι ξένοι, είχε γράψει με καραμπογιά στον ασβεστωμένο τοίχο του μαγαζιού του:
ΠΕΤΑΛΩΤΗΡΙΟΝ ΟΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ Θα τελειώσω με τον Τάκη τον Κορομπίλη, τον κουρέα της οδού Κυδαθηναίων. Δεν πάνε πολλά χρόνια πού πέθανε ο προγάστωρ και λιγδοτόμαρος αυτός μπαρμπέρης. Μόλις δέκα. Στο κουρείο του εδιάβαζε κανείς την ενδιαφέρουσαν αυτήν ειδοποίησιν: «Κείρω ταχέως και δεν ομιλώ». Λίγες υποσχέσεις κατεπατήθησαν κατά τρόπον πανηγυρικώτερον. Η γλώσσα του Κορομπίλη έτρεχε γρηγορώτερα από το ψαλλίδι του. Μια ψαλλιδιά, δέκα κουβέντες.
Όλα τα ζητήματα της ημέρας έπρεπε να ξεψαχνισθούν κατ’ ανιούσαν κλίμακα, η οποία άρχιζε από το σούσουρο, έφθανε στο κουτσομπολιό, περνούσε στο σκάνδαλον δια να καταλήξη εις την πολιτικήν και να επισφραγισθή με τας διεθνείς πολιτικάς ζυμώσεις. Μπορούσες να έφευγες από κεί μέσα με στραβοκομμένα τα τσουλούφια ή με καμμιά ξουραφιά στο σαγόνι. Έφευγες όμως κατά δέκα έτη σοφώτερος γνωρίζων την έκβασιν του παγκοσμίου πολέμου δύο έτη πρό της λήξεώς του…».
(«Αθηναϊκά Νέα» 1931 Α. Φούφας) Πηγή: www.lifo.gr