Μαρτυρία Θεοδώρας Κοντού
Κατεβήκαμε από το χωριό στη Σμύρνη. Λέγαμε πως θα γυρίσομε πίσω. Πήγαμε να ακουμπήσουμε στην εκκλησία του Άη Γιάννη. Ήταν εκεί πολύς κόσμος. Ένας γνωστός του πατέρα μου μας πήρε στο σπίτι του. Εκεί καθίσαμε. Αυτός πήρε τους δικούς του κι έφυγε χωρίς να μας πει τίποτε∙ έφυγε κρυφά. Μπήκαν οι Τούρκοι, σφάξαν τον πατέρα μας, τη μάνα μας, τον θείο μας, τη θεία μας και τα τρία αδέλφια μου. Εγώ, με τα πιο μικρά αδερφάκια μου, το ένα ήταν δυόμισι χρονών και το άλλο τρεισήμισι, ήμασταν χωμένα κάτω από ένα παταράκι και δεν μας είδαν. Καθίσαμε εκεί δώδεκα μέρες∙ ούτε φαΐ, ούτε νερό. Το σπίτι είχε κάτι σαν νεροχύτη και κυλούσε μέσα ένα τρεχούμενο νερό. Τι να κάνω; Να βρέξω τα χείλη μου ήθελα. Άπλωσα τον ποδόγυρό μου απάνω, έπιανα με το χέρι μου τη μύτη μου και έπινα μια γουλιά∙ από τη βρώμα σου ’ρχονταν εμετός. Η μάνα μου δεν πέθανε την ίδια ώρα σαν τους άλλους. Της είχαν χύσει τα έντερα, την είχαν περιχύσει τα αίματα κι εκείνη με αρμήνευε και μου 'λεγε: «Παιδάκι μου, άμα δεις τα σκούρα, να πέσεις στη θάλασσα». Έβγαλε και από την τσέπη της και μου 'δωσε το πορτοφόλι της και μια φωτογραφία περιχυμένη στα αίματα∙ την έχω ακόμη, μα τώρα δεν μπορώ να την δείξω. Το ένα αδερφάκι μου ήτανε τραυματισμένο με σφαίρα στο πόδι του. Όσο περνούσαν οι μέρες τα πτώματα πρήζουνταν, ντουμπάνιαζαν και βρωμούσαν αφάνταστα. Μπαίναν οι Τουρκάλες για να κλέψουν και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Κλέβαν ό,τι μπορούσαν∙ κότες, κουτάλια, μπακίρια και φεύγαν χωρίς να μας δούνε. Κ άποτε μου ’ρθε έτσι, σαν Θεού φώτιση, και βγήκα λιγο παρά όξω. Τότες είδα πολύ κόσμο που έφευγε, έπαιρνε των ομματιών του. Έκανα τον σταυρό μου, πήρα στην πλάτη μου το τραυματισμένο αδερφάκι μου και από το χέρι το άλλο, και βγήκα στον δρόμο. Έτρεχα να φτάξω τους άλλους, τους πολλούς. Εκεί βλέπω μια κοπέλα που κάθονταν σ’ ένα σωρό πέτρες. Της φώναξα, ήθελα έναν άνθρωπο να με βοήθησει, να του μιλήσω. Αυτή η κοπέλα τίποτα∙ έστεκε ακούνητη. Εγώ δεν την πρόσεξα∙ μόνο ακόμα της μιλούσα. Την έβλεπα που γούρλωνε τα μάτια της, μα δεν πήγε πουθενά το μυαλό μου∙ την προσέχω. Και τι να δω! Της είχαν χώσει ένα ξύλο από πίσω και έβγαινε από το στόμα της. Τότες ήταν που έτρεχα ακόμη πιο πολύ. Τι να κάνω με τα δυο μωρά; Μπήκα μέσα στην εκκλησία, μα επειδή βρωμούσαμε πολύ σάπιο αίμα, το πόδι του παιδιού, τα μαλλιά μας, τα ρούχα μας, μας διώξαν από την εκκλησία. Τι να κάνουμε; Ζαρώσαμε σαν τα σκυλάκια σ’ ένα παραγκώνι. Πάνε τόσα χρόνια, μα δεν τα ξεχνώ. Θαρρώ πως είναι τούτη η ώρα. Κλάψαμε, θρηνήσαμε, τα ’παμε, τα ξανάπαμε! Η μάνα μου δεν πέθανε την ίδια ώρα σαν τους άλλους. Της είχαν χύσει τα έντερα, την είχαν περιχύσει τα αίματα κι εκείνη με αρμήνευε και μου ’λεγε: «Παιδάκι μου, άμα δεις τα σκούρα, να πέσεις στη θάλασσα». Έβγαλε και από την τσέπη της και μου ’δωσε το πορτοφόλι της και μια φωτογραφία περιχυμένη στα αίματα∙ την έχω ακόμη, μα τώρα δεν μπορώ να την δείξω. Τέλος, όπου πήγαινε ο άλλος κόσμος, πήγαινα κι εγώ. Πήγαμε, πήγαμε, μπήκαμε στη ζώνη. Εκεί ο Τούρκος δεν ήθελε να μας αφήσει να περάσουμε. Εκεί να σ’ έχω! Βάζω τη μια αδερφούλα μου, βάζω την άλλη. Μπήκα κι εγώ στη ζώνη και με τα πολλά μπαρκάραμε και βγήκαμε στη Μυτιλήνη. Από κει, μας πήραν και μας πήγαν στη Θεσσαλονίκη, και από κει, εδώ. Είχα μια εξαδέλφη που ήταν καλή μοδίστρα. Εμένα μ’ έβαλε σε σπίτι∙ ήμουν δεκατεσσάρω χρονώ. Η κυρά μου γνώριζε την κ. Κουντουριώτη και κλείσαν τα δυο μικρά στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο. Η μια μεγάλωσε και πέθανε στα είκοσι δύο της χρόνια∙ ή άλλη ζει. Είναι παντρεμένη και μένει στη Νέα Ερυθραία. Εγώ παντρέυτηκα, πήρα έναν ήμερο άνθρωπο του Θεού, πατριώτη μας, μα με βρήκαν πολλά βάσανα.
Πηγή:www.lifo.gr
Πίσω στα παλιά