ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Μια όμορφη Λιδορικιωτοπαρέα , απολαμβάνει τη λιακάδα έξω απ’ την ταβέρνα του μπάρμπα Λούκα Παπαπαναγιώτου , κάτω προς τις Λάκκες , απέναντι απ’ τον Άι Θανάση . Αναγνωρίσαμε : Ανδρ. Γκομόζια , του Γυφτοτάσιου , το Θύμιο Λαλαγιάννη με τη γυναίκα του και τον καταστηματάρχη με τη γυναίκα του Σταμάτα .
Πραγματικά..Πανεπιστήμια , αδέρφια , ήταν οι γραφικές παλιές μας ταβέρνες , απ’ τις…Λάκκες , απ’ το..πολιτιστικό ..κέντρο του αξέχαστου μπάρμπα Λούκα Παπαπαναγιώτου , μέχρι..πέρα στου Καραβάνα το γεφύρι , στου Μαγκίπα , καθημερινο..βραδυνά , λέγονταν και..γίνονταν τα ..μύρια ..όσα , χώρια απ’ τα πολιτικο..κοινωνικο..οικονομικο..θρησκευτικά ..σεμινάρια , που γίνονταν , σχεδόν..καθημερινά , μεσημέρι..βράδυ , εκεί καταστρώνονταν και καλοσχεδιάζονταν οι διάφορες ..ζευζεκοδ’λειές , οι διάφορες ..κασκαρίκες , και φυσικά λέγονταν και τα πιο..απίθανα πράγματα , μακάρι να ‘ταν μπορετό να τα συγκεντρώσουμε και να τα ..καταγράψουμε , πολλά θα είχαμε να..μάθουμε , όπως π.χ. η περίφημη ιστορία με τα..Σερν’κά Τζιτζίρια τ’ μπάρμπα ..Μαλάμ’…απολαύστε τη..
TA ..ΣΙΡΝ'ΚΑ ΤΖΙΤΖΙΡΙΑ Τ'ΜΠΑΡΜΠΑ ΜΑΛΑΜ’….
ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ......
Άνθρωπος της αγοράς ο μπάρμπα Μαλάμος ,Καραμήτσος Γεώργιος κατά κόσμον,Σαλωνίτης, γέννημα – θρέμμα,ήρθε πριν από χρόνια στο Λιδορίκι γαμπρός,παντρεύτηκε τη Θυμιούλα τη χήρα του Κώστα του Γατάκη με δυο παιδιά,τον Χρήστο και την Ελένη και ασχολιόταν με όλες τις δουλειές για να τα φέρει βόλτα,δύσκολα χρόνια βλέπεις.
Ιδρυτικό μέλος του σωματείου φορτοεκφορτωτών,στέλεχος δηλαδή,επίσημος τελάλης του χωριού ( είχε διαδεχθεί τον μπάρμπα Ζήσιμο τον Καραγιώργο ) και άνθρωπος για...όλες τις δουλειές,όπως λέμε,το μεροκάματο να βγαίνει.
Κλασσική φιγούρα ανθρώπου της πιάτσας ο μπάρμπα Γιώργος ,με το παχύ μουστάκι του, που κάλυπτε όλο ,σχεδόν ,το στόμα του,την τραγιάσκα του ( πάντα λίγο στραβά φορεμένη) και το
απαραίτητο συμπλήρωμα της εμφάνισής του : το ζωνάρι.
Εγώ,μικρό παιδί τότε,πάντα αναρωτιόμουνα ποιός τάχα ήταν ο ρόλος του ζωναριού αφού οι Λιδορικιώτες δεν το φορούσαν,πίστευα ότι το ‘χε μόνο για φιγούρα,για μαγκιά , κι΄ένα βράδυ που είχαμε πάει στο σπίτι του(η γυναίκα του η Θυμιούλα-Ευθυμία ήταν Καρλοπούλα πρώτη ξαδέλφη της μάνας μου) τον ρώτησα σχετικά κι΄ο μπάρμπα Γιώργος με γνήσια Σαλωνίτικη προφορά μου απάντησε:του ζουνάρ αν’ψιέ, δεν είνι μαναχά για φιγούρα ,είνι για να κρατάει τ΄μέση γιρά,κι΄έτσι λοιπόν έλυσα την απορία μου.
Καλοίσκιοτος άνθρωπος ο μπάρμπα Μαλάμος, με χιούμορ, κυκλοφορούσε διαρκώς μέσα στο χωριό ,στη Βαθειά,στΆλωνάκι, παντού κι΄όταν τέλειωνε η δουλειά όλη παλιοπαρέα,σωματείο κλπ πιάνανε στασίδι στην ταβέρνα τ΄Κουτσούμπα πίναν κάνα κατοσταράκι και μηχανεύονταν ότι σκανταλιές μπορεί να βάλει ο νους,βάζαν τα σκυλιά σ΄αγγάρια όπως λέμε.
Ένα πρωί λοιπόν έσκασε η μπόμπα,το συνταρακτικό νέο έκανε αμέσως το γύρω του χωριού:Ο Μαλάμος αγοράζει τα σερνικά τζιτζίρια.Όλοι άρχισαν ν΄αναρωτιούνται τι τάχατες θα τα κάνει και άκουγες τις πιο απίθανες εκδοχές ,τίποτα όμως συγκεκριμένο,επίσημο.
Κυκλοφορούσε,βέβαια, μια φήμη ,βάσιμη,ότι τα τζιτζίρια τάθελε η θειά Θυμιούλα για γιατρο- σόφια και μαντζούνια μιας κι'ασχολιόταν μ'αυτά ,τίποτα όμως σίγουρο.
Οι πιτσιρικάδες ξετρελάθηκαν,κατακαλόκαιρο ήταν,ζέστη αφόρητη κι΄από τζιτζίρια, άλλο τίποτα , γεμάτος ο τόπος, απ΄την άλλη βέβαια μεριά ο Μαλάμος έκανε εξαιρετική διαφημιστική καμπάνια,αφού ο ίδιος ήταν το Μ Μ Ε , καθ’ ότι ντελάλης του χωριού ..
Άρχισαν λοιπόν οι πιτσιρικάδες όλοι το σαφάρι των τζιτζιριών,σκαρφάλωναν κατάκορφα στις τσαγαλιές και γέμιζαν κάτι σταχτόχρωμες χαρτοσακούλες που χρησιμοποιούσαν τότε τα μπακάλικα,δεν είχε εφευρεθεί ακόμα το πλαστικό,και μετά θριαμβευτικά ,κρατώντας προσεκτικά τη σακούλα με την πραμάτεια, πήγαιναν σφαίρα για τον μπάρμπα Μαλάμο.
Η παράδοση και παραλαβή της πραμάτειας θα γινόταν,σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση,στην ταβέρνα του Κουτσούμπα ή στο μαγαζί του Χρήστου του Γατάκη , του γιού δηλαδή τηςΜαλάμαινας, απ΄τον πρώτο της γάμο.
Άρχισαν λοιπόν οι πρώτες παραδόσεις των εμπορευμάτων,τα παιδιά κατακόκκινα και καταϊδρωμένα απ΄τον ήλιο και τη ζέστη,σχημάτιζαν ουρές ,σπρώχνονταν και φυσικά καυγάδιζαν για το ποιός έχει σειρά,ενώ ο μπάρμπα Μαλάμος ,ήρεμος με την τραγιάσκα του λίγο ανασηκωμένη και έχοντας ένα μαντήλι γύρω στο λαιμό του,για τον ιδρώτα,πήρε αργά-αργά την πρώτη χαρτοσακκούλα καί μέσα σε πανδαιμόνιο απ΄τις φωνές , παιδιών και… τζιτζιριών,την άνοιξε προσεκτικά , έπιασε ένα τζιτζίρι το έφερε κοντά στα μάτια του το κοίταξε καλά-καλά κι΄από τις δυο πλευρές και κουνώντας με κάποια απογοήτευση το κεφάλι άφησε ελεύθερο το έντομο λέγοντας: θηλ’κό. ….
Το ίδιο σκηνικό επανελήφθη και στο δεύτερο και στο τρίτο και στα επόμενα ,ο Μαλάμος αφού τα έψαχνε , και διαπίστωνε το φύλο τους φώναζε θηλ’κό και τα αμόλαγε,γκρινιάζοντας τα παιδιά και μουρμουρίζοντας: Καλά ούλα τα θηλκά μαζέψηταν; Δε σας είπα ,μαναχά τα σηρν’κά παίρνου!!!
Σε κάθε σακούλα βέβαια, όταν έφτανε στο τέλος, έβγαζε και ένα δυο σερνικά φωνάζοντας θριαμβευτικά σιρνκόόόόόόό , και φυσικά πλήρωνε μια δυο δεκάρες στο κάθε παιδί, έτσι …για να υπάρχει κίνητρο να ξαναπάνε.
Κι΄έτσι κι΄έγινε για μια δυο μέρες, τα πιτσιρίκια σκοτώνονταν να μαζέψουν τζιτζίρια ,τα πήγαιναν , επαναλαμβανόταν η ίδια διαδικασία και φτου κι΄’απ την αρχή, ώσπου οι μικροί κατάλαβαν τη μηχανή του μπάρμπα Γιώργου κι΄έτσι σταμάτησε άδοξα το τζιτζιροκυνηγητό, προς μεγάλη απογοήτευση των πιτσιρικάδων, που είχαν αρχίσει να κάνουν όνειρα για το τι θα αγόραζαν με τα λεφτά που θα έβγαζαν απ΄τα τζιτζίρια.
Ας είναι σχωρεμένος ο μπαρμπα Μαλάμος ,αυτός κι’ η παρέα του ήταν η χαρούμενη νότα στη Λιδορικιώτικη ζωή.
Ιδρυτικό μέλος του σωματείου φορτοεκφορτωτών,στέλεχος δηλαδή,επίσημος τελάλης του χωριού ( είχε διαδεχθεί τον μπάρμπα Ζήσιμο τον Καραγιώργο ) και άνθρωπος για...όλες τις δουλειές,όπως λέμε,το μεροκάματο να βγαίνει.
Κλασσική φιγούρα ανθρώπου της πιάτσας ο μπάρμπα Γιώργος ,με το παχύ μουστάκι του, που κάλυπτε όλο ,σχεδόν ,το στόμα του,την τραγιάσκα του ( πάντα λίγο στραβά φορεμένη) και το
απαραίτητο συμπλήρωμα της εμφάνισής του : το ζωνάρι.
Εγώ,μικρό παιδί τότε,πάντα αναρωτιόμουνα ποιός τάχα ήταν ο ρόλος του ζωναριού αφού οι Λιδορικιώτες δεν το φορούσαν,πίστευα ότι το ‘χε μόνο για φιγούρα,για μαγκιά , κι΄ένα βράδυ που είχαμε πάει στο σπίτι του(η γυναίκα του η Θυμιούλα-Ευθυμία ήταν Καρλοπούλα πρώτη ξαδέλφη της μάνας μου) τον ρώτησα σχετικά κι΄ο μπάρμπα Γιώργος με γνήσια Σαλωνίτικη προφορά μου απάντησε:του ζουνάρ αν’ψιέ, δεν είνι μαναχά για φιγούρα ,είνι για να κρατάει τ΄μέση γιρά,κι΄έτσι λοιπόν έλυσα την απορία μου.
Καλοίσκιοτος άνθρωπος ο μπάρμπα Μαλάμος, με χιούμορ, κυκλοφορούσε διαρκώς μέσα στο χωριό ,στη Βαθειά,στΆλωνάκι, παντού κι΄όταν τέλειωνε η δουλειά όλη παλιοπαρέα,σωματείο κλπ πιάνανε στασίδι στην ταβέρνα τ΄Κουτσούμπα πίναν κάνα κατοσταράκι και μηχανεύονταν ότι σκανταλιές μπορεί να βάλει ο νους,βάζαν τα σκυλιά σ΄αγγάρια όπως λέμε.
Ένα πρωί λοιπόν έσκασε η μπόμπα,το συνταρακτικό νέο έκανε αμέσως το γύρω του χωριού:Ο Μαλάμος αγοράζει τα σερνικά τζιτζίρια.Όλοι άρχισαν ν΄αναρωτιούνται τι τάχατες θα τα κάνει και άκουγες τις πιο απίθανες εκδοχές ,τίποτα όμως συγκεκριμένο,επίσημο.
Κυκλοφορούσε,βέβαια, μια φήμη ,βάσιμη,ότι τα τζιτζίρια τάθελε η θειά Θυμιούλα για γιατρο- σόφια και μαντζούνια μιας κι'ασχολιόταν μ'αυτά ,τίποτα όμως σίγουρο.
Οι πιτσιρικάδες ξετρελάθηκαν,κατακαλόκαιρο ήταν,ζέστη αφόρητη κι΄από τζιτζίρια, άλλο τίποτα , γεμάτος ο τόπος, απ΄την άλλη βέβαια μεριά ο Μαλάμος έκανε εξαιρετική διαφημιστική καμπάνια,αφού ο ίδιος ήταν το Μ Μ Ε , καθ’ ότι ντελάλης του χωριού ..
Άρχισαν λοιπόν οι πιτσιρικάδες όλοι το σαφάρι των τζιτζιριών,σκαρφάλωναν κατάκορφα στις τσαγαλιές και γέμιζαν κάτι σταχτόχρωμες χαρτοσακούλες που χρησιμοποιούσαν τότε τα μπακάλικα,δεν είχε εφευρεθεί ακόμα το πλαστικό,και μετά θριαμβευτικά ,κρατώντας προσεκτικά τη σακούλα με την πραμάτεια, πήγαιναν σφαίρα για τον μπάρμπα Μαλάμο.
Η παράδοση και παραλαβή της πραμάτειας θα γινόταν,σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση,στην ταβέρνα του Κουτσούμπα ή στο μαγαζί του Χρήστου του Γατάκη , του γιού δηλαδή τηςΜαλάμαινας, απ΄τον πρώτο της γάμο.
Άρχισαν λοιπόν οι πρώτες παραδόσεις των εμπορευμάτων,τα παιδιά κατακόκκινα και καταϊδρωμένα απ΄τον ήλιο και τη ζέστη,σχημάτιζαν ουρές ,σπρώχνονταν και φυσικά καυγάδιζαν για το ποιός έχει σειρά,ενώ ο μπάρμπα Μαλάμος ,ήρεμος με την τραγιάσκα του λίγο ανασηκωμένη και έχοντας ένα μαντήλι γύρω στο λαιμό του,για τον ιδρώτα,πήρε αργά-αργά την πρώτη χαρτοσακκούλα καί μέσα σε πανδαιμόνιο απ΄τις φωνές , παιδιών και… τζιτζιριών,την άνοιξε προσεκτικά , έπιασε ένα τζιτζίρι το έφερε κοντά στα μάτια του το κοίταξε καλά-καλά κι΄από τις δυο πλευρές και κουνώντας με κάποια απογοήτευση το κεφάλι άφησε ελεύθερο το έντομο λέγοντας: θηλ’κό. ….
Το ίδιο σκηνικό επανελήφθη και στο δεύτερο και στο τρίτο και στα επόμενα ,ο Μαλάμος αφού τα έψαχνε , και διαπίστωνε το φύλο τους φώναζε θηλ’κό και τα αμόλαγε,γκρινιάζοντας τα παιδιά και μουρμουρίζοντας: Καλά ούλα τα θηλκά μαζέψηταν; Δε σας είπα ,μαναχά τα σηρν’κά παίρνου!!!
Σε κάθε σακούλα βέβαια, όταν έφτανε στο τέλος, έβγαζε και ένα δυο σερνικά φωνάζοντας θριαμβευτικά σιρνκόόόόόόό , και φυσικά πλήρωνε μια δυο δεκάρες στο κάθε παιδί, έτσι …για να υπάρχει κίνητρο να ξαναπάνε.
Κι΄έτσι κι΄έγινε για μια δυο μέρες, τα πιτσιρίκια σκοτώνονταν να μαζέψουν τζιτζίρια ,τα πήγαιναν , επαναλαμβανόταν η ίδια διαδικασία και φτου κι΄’απ την αρχή, ώσπου οι μικροί κατάλαβαν τη μηχανή του μπάρμπα Γιώργου κι΄έτσι σταμάτησε άδοξα το τζιτζιροκυνηγητό, προς μεγάλη απογοήτευση των πιτσιρικάδων, που είχαν αρχίσει να κάνουν όνειρα για το τι θα αγόραζαν με τα λεφτά που θα έβγαζαν απ΄τα τζιτζίρια.
Ας είναι σχωρεμένος ο μπαρμπα Μαλάμος ,αυτός κι’ η παρέα του ήταν η χαρούμενη νότα στη Λιδορικιώτικη ζωή.
Η υπέροχη κρασο..ταβερνο..φιλοσοφική παλιοπαρέα του παλιού Λιδορικιού , Μπακόϊαννος , Καρατζιάν , Μαλάμος , Καπποθύμιος (Σύρμω ) κι'Αρματάκης , σε μιά επί..πεζοδρομίου κρασοσυνεδρίαση , έξωθεν της ταβέρνας του Καπποθανάση…….
www.lidoriki.com