της Ελίνας Γαληνού
Εκείνος ο χειμώνας του 1913, ήταν εξαιρετικά δύσκολος για τον φιλόλογο Κωνσταντίνο Ζησίου.
Εκείνος ο χειμώνας του 1913, ήταν εξαιρετικά δύσκολος για τον φιλόλογο Κωνσταντίνο Ζησίου.
Η αλλαγή της κυβέρνησης, του είχε πάλι κοστίσει τη θέση του στο Δημόσιο Σχολείο όπου δίδασκε Ελληνικά και Ιστορία.
Αν οι μισθοί των καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης τότε λόγω της πενιχρότητάς τους, απλώς εξασφάλιζαν έναν φτωχικό βίο στους διδάσκοντες, η παντελής έλλειψή τους, είναι ευνόητο τι σήμαινε γι΄αυτούς. Ηταν αναγκασμένοι να περάσουν με τις ελάχιστες οικονομίες που είχαν και κάποια ιδιαίτερα μαθήματα, τα οποία τότε δεν ήταν και τόσο εύκολο να βρεθούν. Ετσι, ο Κωστάκης Ζησίου εκείνον τον παγωμένο Φεβρουάριο, την έβγαζε "σπαρτιάτικα".
Παράδειγμα ενδεικτικό της κατάσταστής του, αποτελεί ένα περιστατικό που έχει καταγραφεί στις οικογενειακές αναμνήσεις των στενών συγγενών του και συγκεκριμένα, της ανηψιάς του η οποία τον λάτρευε και τον είχε πάντα έννοια. Ενα βράδι Παρασκευής-ήταν η τελευταία Παρασκευή της Απόκριας, στο σπίτι της ανηψιάς του μέσα στις ετοιμασίες για το τελευταίο τριήμερο της Απόκριας, έφτιαξαν μεταξύ άλλων το πατροπαράδοτο ρυζόγαλο. Ηξεραν ότι ο θείος Κωστάκης, τρελλαινόταν γι΄αυτό και κανόνισαν να του στείλουν μια πιατέλα. "Πήγαινέ του το πριν σκοτεινιάσει και πείσε τον να διακόψει λιγάκι τα γραψίματα γι΄απόψε γιατί δουλεύει πολύ αυτές τις ημέρες..."είπε η ανηψιά σε μια υπηρέτρια. Το κορίτσι πετάχτηκε στον παρακάτω δρόμο με την πιατέλα καλά σκεπασμένη και σε λίγο, έφτασε. Η εξώπορτα ήταν μισάνοιχτη-προφανώς το μεγάλο κλειδί ήταν καιρό τώρα σκουριασμένο αλλά ο θείος δεν συνήθιζε ν΄ασχολείται με αυτές τις... λεπτομέρειες. "Τι να φοβηθώ τους κλέφτες, αφού δεν έχω και τίποτα να μου πάρουν..."έλεγε στους συγγενείς του όταν του συνιστούσαν ότι πρέπει να προσέχει περισσότερο τον εαυτό του. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω τέτοιες συστάσεις για ανθρώπους σαν εκείνον που ζούσαν απορροφημένοι από τα κείμενα αρχαίων ελληνικών και τις μελέτες λογίων...."Εσύ Κωστάκη μου, όλον σου τον πλούτο, τον έχεις εδώ μέσα..."του έλεγαν οι φίλοι του δείχνοντας τη θέση του μυαλού και κείνος γελούσε "Το κεφάλι μας είναι το ασφαλέστερο καταφύγιο του πλούτου μας και το ξέρουμε μόνο εμείς.."
Ομως, το Σαββατόβραδο που ερχόταν, το τελευταίο Σάββατο της Απόκριας, η παρέα λογίων φίλων του θα γιόρταζε χωρίς εκείνον. Η οικονομική στενότητα που αντιμετώπιζε, δεν του επέτρεπε να δαπανήσει ούτε ένα δίφραγκο για λίγο κρασάκι στην Πλακιώτικη ταβέρνα που σύχναζαν.
Αν οι μισθοί των καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης τότε λόγω της πενιχρότητάς τους, απλώς εξασφάλιζαν έναν φτωχικό βίο στους διδάσκοντες, η παντελής έλλειψή τους, είναι ευνόητο τι σήμαινε γι΄αυτούς. Ηταν αναγκασμένοι να περάσουν με τις ελάχιστες οικονομίες που είχαν και κάποια ιδιαίτερα μαθήματα, τα οποία τότε δεν ήταν και τόσο εύκολο να βρεθούν. Ετσι, ο Κωστάκης Ζησίου εκείνον τον παγωμένο Φεβρουάριο, την έβγαζε "σπαρτιάτικα".
Παράδειγμα ενδεικτικό της κατάσταστής του, αποτελεί ένα περιστατικό που έχει καταγραφεί στις οικογενειακές αναμνήσεις των στενών συγγενών του και συγκεκριμένα, της ανηψιάς του η οποία τον λάτρευε και τον είχε πάντα έννοια. Ενα βράδι Παρασκευής-ήταν η τελευταία Παρασκευή της Απόκριας, στο σπίτι της ανηψιάς του μέσα στις ετοιμασίες για το τελευταίο τριήμερο της Απόκριας, έφτιαξαν μεταξύ άλλων το πατροπαράδοτο ρυζόγαλο. Ηξεραν ότι ο θείος Κωστάκης, τρελλαινόταν γι΄αυτό και κανόνισαν να του στείλουν μια πιατέλα. "Πήγαινέ του το πριν σκοτεινιάσει και πείσε τον να διακόψει λιγάκι τα γραψίματα γι΄απόψε γιατί δουλεύει πολύ αυτές τις ημέρες..."είπε η ανηψιά σε μια υπηρέτρια. Το κορίτσι πετάχτηκε στον παρακάτω δρόμο με την πιατέλα καλά σκεπασμένη και σε λίγο, έφτασε. Η εξώπορτα ήταν μισάνοιχτη-προφανώς το μεγάλο κλειδί ήταν καιρό τώρα σκουριασμένο αλλά ο θείος δεν συνήθιζε ν΄ασχολείται με αυτές τις... λεπτομέρειες. "Τι να φοβηθώ τους κλέφτες, αφού δεν έχω και τίποτα να μου πάρουν..."έλεγε στους συγγενείς του όταν του συνιστούσαν ότι πρέπει να προσέχει περισσότερο τον εαυτό του. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω τέτοιες συστάσεις για ανθρώπους σαν εκείνον που ζούσαν απορροφημένοι από τα κείμενα αρχαίων ελληνικών και τις μελέτες λογίων...."Εσύ Κωστάκη μου, όλον σου τον πλούτο, τον έχεις εδώ μέσα..."του έλεγαν οι φίλοι του δείχνοντας τη θέση του μυαλού και κείνος γελούσε "Το κεφάλι μας είναι το ασφαλέστερο καταφύγιο του πλούτου μας και το ξέρουμε μόνο εμείς.."
Ομως, το Σαββατόβραδο που ερχόταν, το τελευταίο Σάββατο της Απόκριας, η παρέα λογίων φίλων του θα γιόρταζε χωρίς εκείνον. Η οικονομική στενότητα που αντιμετώπιζε, δεν του επέτρεπε να δαπανήσει ούτε ένα δίφραγκο για λίγο κρασάκι στην Πλακιώτικη ταβέρνα που σύχναζαν.
Ηξερε ότι θα του έλειπαν πολύ οι φίλοι του που θα διασκέδαζαν τραγουδώντας και ανταλλάσσοντας ευφυολογήματα όπως συνήθιζαν, αλλά...Η φτώχεια λένε θέλει καλοπέραση, αλλά όταν λείπουνε και οι πενταροδεκάρες, τι να πείς; Δεν του έμενε παρά να προφασιστεί κάποιες οικογενειακές
υποχρεώσεις για να δικαιολογήσει την απουσία του.
"Αντε Κωστάκη, φύλαξε λίγες ελιές γι΄αύριο και σβήσε το κερί γιατί κοντεύει να σωθεί κι΄αυτό...
"Αντε Κωστάκη, φύλαξε λίγες ελιές γι΄αύριο και σβήσε το κερί γιατί κοντεύει να σωθεί κι΄αυτό...
Αντε, να περάσουν κι΄αυτές οι μέρες..."μονολογούσε την ώρα που η υπηρέτρια έμπαινε στο δωμάτιο για να του δώσει την πιατέλα με το ρυζόγαλο. Το κορίτσι απόρησε μα δεν είπε τίποτα σ΄εκείνον.
Θα τα έλεγε όμως όλα στην κυρά της γυρίζοντας. Οτι δηλαδή ο θείος Κωστάκης, ο περήφανος φιλόλογος, μετρούσε ακόμα και τις ελιές και κανείς δεν το ήξερε!
Η άλλη μέρα όμως θα ξημέρωνε λαμπρή. Η ανηψιά του έστειλε ένα ταψί με παστίτσιο, μια πιατέλα ντολμαδάκια και ένα μπουκάλι κρασί για να πάει να γιορτάσει και κείνος την Απόκρια με τους φίλους του στην ταβέρνα. Εννοείται ότι μετά απ΄αυτό, η παρέα των λογίων εκείνη τη βραδιά γιόρτασε το τελευταίο Σάββατο της Απόκριας καλύτερα από κάθε άλλη χρονιά. Ειδικά ο στενός φίλος του Κωστάκη, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, έτρωγε το ένα κομμάτι παστίτσιο μετά το άλλο...
Η άλλη μέρα όμως θα ξημέρωνε λαμπρή. Η ανηψιά του έστειλε ένα ταψί με παστίτσιο, μια πιατέλα ντολμαδάκια και ένα μπουκάλι κρασί για να πάει να γιορτάσει και κείνος την Απόκρια με τους φίλους του στην ταβέρνα. Εννοείται ότι μετά απ΄αυτό, η παρέα των λογίων εκείνη τη βραδιά γιόρτασε το τελευταίο Σάββατο της Απόκριας καλύτερα από κάθε άλλη χρονιά. Ειδικά ο στενός φίλος του Κωστάκη, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, έτρωγε το ένα κομμάτι παστίτσιο μετά το άλλο...
Στο τέλος,ο Ζησίου επενέβη λέγοντας "Φτάνει πια Αριστομενάκη μου, θα σκάσεις. Φτάνει που γλίτωσα εγώ από την πείνα, μη χάσουμε εσένα από το πολύ φαί!" Και γυρίζοντας προς τους άλλους, συνέχισε "Πάν μέτρον άριστον...Ιδού τα διδάγματα των αρχαίων προγόνων μας, είθε να μας συνοδεύουν εσαεί..."