Quantcast
Channel: Λιδωρίκι
Viewing all articles
Browse latest Browse all 7971

ΦΕΥΓΕΙ ΤΟ ΠΟΥΛΜΑΝ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

$
0
0



Πρόσωπα σκαμμένα από τα βάσανα της ζωής. Σφιγμένα χείλη, μάτια κουρασμένα, με βλέμμα θολό, χαμένο κάπου μακριά. Στα χέρια, ένα εισιτήριο. Τα δάχτυλα το σφίγγουν κι ασπρίζουν, λες κι από αυτό κρέμεται η ίδια τους η ζωή. Το κόστος του, 100 ευρώ.

Τους δίνει μια θέση στο πούλμαν για τη Γερμανία. Είναι το διαβατήριο κρυφής ελπίδας για μια νέα ζωή. Πίσω τους τα συντρίμμια από την καταιγίδα της κρίσης, οι φίλοι που θα μείνουν να τους νοσταλγούν, τα αγαπημένα πρόσωπα, ο ξεριζωμός, η συγκίνηση. Η ζωή τους ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια τους. Ανεβαίνουν τα σκαλιά για να πάρουν τη θέση τους. Σαν σε ταινία του 1950. Μόνο που είναι Τετάρτη, στη συννεφιασμένη Θεσσαλονίκη του 2012.

Ανθρωποι κάθε ηλικίας συγκεντρώνονται στην οδό Χαλκοκονδύλη, στους Αμπελοκήπους, για να πάρουν το λευκό λεωφορείο που θα τους μεταφέρει στη Γερμανία. Σύγχρονοι Ελληνες μετανάστες στοιβάζουν σε ένα λεωφορείο βαλίτσες και όνειρα μαζί. Αποφάσισαν να ακολουθήσουν τα χνάρια που χάραξαν οι παππούδες τους πριν από 50 χρόνια, όταν σχημάτιζαν μεταναστευτικά καραβάνια προς τη Γερμανία. Τότε που λεωφορεία και τρένα ξεκινούσαν καθημερινά από την Ελλάδα, για να μεταφέρουν χιλιάδες εργάτες στη βορειοευρωπαϊκή χώρα.

Περιμένουν το λεωφορείο του τουριστικού πρακτορείου Portokalidis, που κάθε εβδομάδα ξεκινά από τη Θεσσαλονίκη για να καταλήξει στο Ντόρτμουντ της Γερμανίας, έπειτα από ταξίδι δυόμισι ημερών.

Χαμογελούν ίσως από αμηχανία, θέλοντας να κρύψουν τον πόνο, την απογοήτευση, την αγωνία τους για το μέλλον. Τα μάτια όμως τους προδίδουν και δεν λένε ψέματα. Βουρκώνουν όταν ο νους συλλογίζεται ότι αναγκάζονται να σφραγίσουν τα σπίτια τους, να αφήσουν πίσω συγγενείς και φίλους, να εγκαταλείψουν τον τόπο όπου γεννήθηκαν και να αναζητήσουν στη Γερμανία την τύχη τους. Η Ελλάδα πλέον είναι αφιλόξενη και αυτό σπαράζει τα σωθικά τους.

Η μοίρα

«Καλημέρα, είχα κάνει τηλεφωνική κράτηση για δύο εισιτήρια» λέει ο 48χρονος Σάββας Παπαδόπουλος μόλις περνά την είσοδο του τουριστικού γραφείου και απευθύνεται προς την υπεύθυνη της λεωφορειακής γραμμής Ελλάδα - Γερμανία Μάγδα Ντανταρή. «Καλημέρα, κύριε, έτοιμα είναι τα εισιτήριά σας. Να έχετε καλό ταξίδι και τύχη» του απαντά εκείνη και του δίνει τα εισιτήρια. Απλώνει το χέρι του και τα παίρνει. Τα κοιτά και το βλέμμα του χάνεται.

«Η μοίρα θέλει να ζήσω μακριά από την πατρίδα. Δεν με ζητά η Ελλάδα, δεν με αγαπά, με διώχνει για δεύτερη φορά» λέει με παράπονο ο 48χρονος, μάγειρας στο επάγγελμα. Επί 12 χρόνια έζησε στη Γερμανία. Δούλεψε σκληρά και με κόπο κατάφερε να φτιάξει τη ζωή του. Πριν από εννιά χρόνια αποφάσισε να αφήσει πίσω του την ξενιτιά, να γυρίσει στον τόπο που τον γέννησε. «Αν ήξερα τι θα ακολουθούσε, δεν θα επέστρεφα ποτέ» αναφέρει στην «κυριακάτικη δημοκρατία» ο Σάββας Παπαδόπουλος. «Τα πρώτα χρόνια ήμουν ικανοποιημένος. Ζούσα στην πατρίδα και εργαζόμουν, είχα μια καλή και άνετη ζωή. Με το που ξέσπασε όμως η οικονομική κρίση, άρχισαν τα προβλήματα. Εχασα τη δουλειά μου και με πήρε η κατηφόρα».

Αναζήτησε αμέσως δουλειά. Τηλεφώνησε σε αγγελίες, βγήκε στον δρόμο, χτύπησε πόρτες, ενόχλησε γνωστούς και φίλους. Πότε πότε έκανε κάποιο μεροκάματο και «μπάλωνε» τις υποχρεώσεις του. Τα λεφτά όμως δεν φτάνουν για να μπορέσει να ζήσει με αξιοπρέπεια. «Πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα κενός, απογοητευμένος και θυμωμένος» αναφέρει ο Σάββας, για να τονίσει ότι πάλεψε με νύχια και με δόντια για να παραμείνει στην Ελλάδα, αλλά οι καταστάσεις πλέον δεν του το επέτρεπαν. Τον οδήγησαν στην απόφαση να ακολουθήσει για δεύτερη φορά τον δρόμο της ξενιτιάς.«Με τη σύντροφό μου Κάρμεν, που κατάγεται από τη Ρουμανία, αποφασίσαμε να μεταναστεύσουμε. Κι αυτή απολύθηκε από το εστιατόριο όπου εργαζόταν και δεν μπόρεσε να βρει δουλειά. Εγινε μία φορά μετανάστρια στην Ελλάδα, τώρα την περιμένει η Γερμανία. Θα παλέψουμε μαζί εκεί και θα προσπαθήσουμε να φτιάξουμε τη ζωή μας. Εδώ πλέον ο τόπος δεν μας χωρά, εκεί τουλάχιστον θα έχουμε τη δουλειά μας σε ένα ελληνικό εστιατόριο στη Στουτγάρδη» λέει ο Σάββας Παπαδόπουλος.

Θα εργάζονται και οι δύο στην κουζίνα. Ο ίδιος θα μαγειρεύει και η σύντροφός του θα κάνει τη λάντζα.

Κοντεύουν τα 50 τους χρόνια, αλλά δείχνουν να διψούν για ζωή. «Δεν απογοητευόμαστε, έχουμε μάθει να παλεύουμε και θα προσπαθήσουμε να βγούμε νικητές και σε αυτή τη μάχη. Είναι δύσκολα, αλλά θα παλέψουμε» αναφέρει η Κάρμεν Μάντζες.


«Δύο εβδομάδες έτρωγα νερόβραστα μακαρόνια. Αν έμενα εδώ, με περίμενε σίγουρος θάνατος»

Η ιστορία του Πέτρου Μάντζιου συγκλονίζει. Επί δύο εβδομάδες έτρωγε νερόβραστα μακαρόνια και, όταν αρρώστησε, δεν είχε βιβλιάριο υγείας, ούτε χρήματα για να τον εξετάσει γιατρός. «Αν έμενα στην Ελλάδα, με περίμενε βέβαιος θάνατος» αναφέρει στην «κυριακάτικη δημοκρατία». Κι αυτός έζησε στη Γερμανία για 22 χρόνια. Πίστεψε ότι ολοκλήρωσε τον κύκλο του στην ξενιτιά και αποφάσισε να επιστρέψει. Εργάστηκε για επτά χρόνια ως συμβασιούχος δημοτικός υπάλληλος, έως τη μέρα που η σύμβασή του έληξε με εντολή των δανειστών του ελληνικού κράτους, και βρέθηκε στον δρόμο.

«Τα παιδιά μου είχαν ήδη φύγει για να δουλέψουν στη Γερμανία. Πρόσφατα πήγε και η σύζυγός μου για να τους επισκεφθεί. Παρά το γεγονός ότι η σύμβασή μου έληξε, δεν απογοητεύτηκα. Αρχισα να αναζητώ δουλειά.

Ο καιρός όμως περνούσε και δεν έβλεπα φως στον ορίζοντα. Εφτασα στο σημείο να μην έχω να φάω.

Αρρώστησα και δεν είχα λεφτά να πάω στον γιατρό. Επικοινώνησα με τη γυναίκα μου και της ζήτησα να μου στείλει χρήματα για να αγοράσω εισιτήριο και να φύγω ξανά για τη Γερμανία» σημειώνει ο Πέτρος Μάντζιος και τα δάκρυα κυλούν στα μάγουλά του. «Πονάω που το λέω, αλλά η Ελλάδα με πληγώνει, είναι αφιλόξενη για μένα και την οικογένειά μου. Δεν ξέρω αν επιστρέψουμε κάποια στιγμή στο μέλλον. Προς το παρόν θα φτιάξουμε εκεί τη ζωή μας» λέει με τρεμάμενη φωνή, λίγο προτού επιβιβαστεί στο λεωφορείο.


Η Ιωάννα και ο Αστέρης από την Κοζάνη που θέλουν να ζήσουν

Απογοητεύτηκαν όταν βγήκαν για να ψάξουν δουλειά. Με δυσκολία κατάφεραν να κάνουν έστω ένα μεροκάματο. Οι προοπτικές για να ζήσουν με αξιοπρέπεια στην Ελλάδα ήταν ελάχιστες. Αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους στη Γερμανία. Ο 24χρονος Αστέρης Μπουρέλης και η 19χρονη Ιωάννα Σύρμου από την Κοζάνη έσμιξαν τις ζωές τους, έσφιξαν τις καρδιές και ετοίμασαν τις αποσκευές για να ακολουθήσουν τον δρόμο της ξενιτιάς.

«Εχω πάει ξανά στη Γερμανία. Είναι δύσκολα, αλλά τουλάχιστον υπάρχει δουλειά» λέει ο 24χρονος, για να προσθέσει ότι στην Ελλάδα δεν έβρισκε δουλειά ούτε καν ως σερβιτόρος. Η Ιωάννα αποφάσισε να γίνει κομμώτρια, πιστεύοντας ότι θα έχει ένα καλό εισόδημα. «Εκανα λάθος και όχι μόνο δεν έχω καλό εισόδημα, αλλά δεν έχω καν δουλειά. Αποφασίσαμε με τον Αστέρη να δοκιμάσουμε την τύχη μας στη Γερμανία. Είμαστε νέοι ακόμη και θα προσπαθήσουμε να βάλουμε γερά θεμέλια στις ζωές μας».

«Πονάμε που φεύγουμε από την Ελλάδα, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά. Πρέπει να ζήσουμε και δεν μπορούμε να είμαστε εξαρτημένοι οικονομικά από τους γονείς μας. Κι αυτοί δύσκολα τα φέρνουν βόλτα. Πάντα ο νους μας θα βρίσκεται στην πατρίδα και πάντα θα αγαπάμε τα μέρη όπου γεννηθήκαμε» αναφέρει με παράπονο ο Αστέρης.

Οι νεομετανάστες βάζουν τις αποσκευές τους στο λεωφορείο και περιμένουν να ανοίξουν οι πόρτες για να ανέβουν, για να ακολουθήσουν τον δρόμο που θα τους οδηγήσει πιο κοντά στα όνειρά τους. Για χειραποσκευές δεν έχουν πολλά πράγματα. Ενας νεαρός κρατά μία νάιλον σακούλα που έχει μέσα ένα μπουκάλι νερό και ένα καρβέλι ψωμί. Το ψωμί που δεν μπορεί να του προσφέρει πια η πατρίδα και αναγκάζεται να αναζητήσει στην ξενιτιά. Οπως αυτός είναι και χιλιάδες άλλοι Ελληνες «λαβωμένοι» από την οικονομική κρίση...


«Είχα την επιχειρησή μου και άνετη διαβίωση, αλλά όλα ήρθαν ανάποδα»

Από τα χέρια του πέρασαν χιλιάδες ευρώ. Ελεύθερος επαγγελματίας με δικές του επιχειρήσεις, κατόρθωνε επί αρκετά χρόνια να έχει μια καλή και άνετη ζωή. Αγόρασε σπίτι, ένα ασφαλές και γρήγορο αυτοκίνητο, ενώ κάθε καλοκαίρι απολάμβανε τον ελληνικό ήλιο και τα καταγάλανα νερά του Αιγαίου. Ο 41χρονος Νίκος Βαλτόπουλος δεν μπορούσε να φανταστεί πριν από μερικά χρόνια ότι κάποια στιγμή θα βρισκόταν έξω από ένα λεωφορείο και θα περίμενε να επιβιβαστεί σε αυτό και να ταξιδέψει ως μετανάστης στη Γερμανία.

«Από μικρός πάλευα για να έχω μια καλή δουλειά και μια άνετη ζωή. Πίστεψα ότι τα κατάφερα, αλλά έκανα λάθος» αναγκάζεται να παραδεχθεί. «Οι δουλειές μου πήγαιναν καλά μέχρι που ξέσπασε η οικονομική κρίση. Ξαφνικά όλα άρχισαν να αλλάζουν και τα κέρδη να μειώνονται. Ρίχνω ευθύνες και στον εαυτό μου όσον αφορά τη διαχείριση των χρημάτων» σημειώνει.

Ο Νίκος Βαλτόπουλος αναγκάστηκε να κλείσει την επιχείρησή του πριν από περίπου επτά χρόνια. Δεν το έβαλε όμως κάτω. Δούλεψε ως οδηγός σε βυτιοφόρο καυσίμων, ενώ τον τελευταίο καιρό προσπάθησε να σταθεί και πάλι επιχειρηματικά στα πόδια του, ανοίγοντας ένα κατάστημα. «Δούλευα για να πληρώνω, όπως αποδείχθηκε, την Εφορία, τα δημοτικά τέλη και τους λογαριασμούς των ΔΕΚΟ. Τα χρήματα δεν έφταναν για να ζήσω και αναγκάστηκα να εγκαταλείψω την προσπάθειά μου» αναφέρει. Αναζήτησε δουλειά και πάλι ως οδηγός. «Βρήκα δουλειά και στην αρχή χάρηκα. Οταν όμως μου είπαν ότι θα αμείβομαι με 650 ευρώ τον μήνα, το χαμόγελο έφυγε από τα χείλη μου. Τα χρήματα αυτά δεν θα έφταναν ούτε καν για τις μετακινήσεις, για να πηγαίνω και να γυρίζω από τη δουλειά» εξηγεί. Τότε του γεννήθηκε η ιδέα να φύγει μετανάστης στη Γερμανία.

«Οι φίλοι μου έχουν ήδη εγκαταλείψει τη χώρα. Δεν έβρισκαν δουλειά και αποφάσισαν να κάνουν το επόμενο βήμα στη ζωή τους. Πήρα την απόφαση να τους ακολουθήσω. Εξάλλου, στην Ελλάδα πια δεν με κρατά τίποτα και δεν φαίνεται να έχω μέλλον» λέει με θλίψη ο Νίκος.

Το βλέμμα του χάνεται στο κενό. Βουρκώνει. «Με πονά η Ελλάδα, δεν θέλω να φύγω, αλλά δεν έχω άλλη λύση.

Πρέπει να επιβιώσω...» και κατευθύνεται στο λεωφορείο, ελπίζοντας σε ένα ταξίδι στην ελπίδα.


«Δεν θα βρουν τη γη της επαγγελίας. Είναι πολύ δύσκολη η επιβίωση κι εκεί»

«Πριν από λίγες ημέρες ήρθε στο πρακτορείο ο πατέρας ενός παιδιού που είχε μεταναστεύσει στη Γερμανία. Μου έδωσε 150 ευρώ. Τα 100 ευρώ για το εισιτήριο και τα 50 για το παιδί του. Ζήτησε να συναντηθεί ο οδηγός του λεωφορείου μας με το παιδί του στη Γερμανία και να του τα δώσει. Το γραφείο εύρεσης εργασίας που είχε συνεννοηθεί για να βρει δουλειά στη Γερμανία τον εξαπάτησε, με αποτέλεσμα να μην έχει χρήματα όχι μόνο για να επιστρέψει, αλλά ούτε καν για να φάει». Η μαρτυρία της Μάγδας Ντανταρή, υπεύθυνης της λεωφορειακής γραμμής Ελλάδα - Γερμανία για λογαριασμό του τουριστικού πρακτορείου είναι συγκλονιστική.

Τονίζει ότι η Γερμανία δεν είναι η γη της επαγγελίας, όπως ορισμένοι πιστεύουν. «Αν δεν γνωρίζεις πού θα μείνεις και δεν είσαι σίγουρος για το πού θα δουλέψεις, είναι προτιμότερο να μην πας» σημειώνει, εξηγώντας ότι αρκετά γραφεία εύρεσης εργασίας εκμεταλλεύονται την ανάγκη δεκάδων ανέργων, τους παίρνουν χρήματα και όταν φτάνουν στη Γερμανία τούς αφήνουν στην τύχη τους. Οι περισσότεροι επιστρέφουν χωρίς να έχουν ευρώ στην τσέπη τους.

«Η κατάσταση στη Γερμανία δεν είναι τέλεια. Είναι δύσκολο για κάποιον να βρει δουλειά και να μπορέσει να επιβιώσει. Προτού αποφασίσει κάποιος να μεταναστεύσει θα πρέπει να έχει ρυθμίσει την κάθε λεπτομέρεια, από το μέρος όπου θα εργαστεί, τα χρήματα που θα παίρνει, ακόμη και το σπίτι όπου θα μένει» τονίζει από την πλευρά του ο οδηγός του λεωφορείου Μπάμπης Αλατζίδης.

Η κίνηση στη λεωφορειακή γραμμή που συνδέει τη Θεσσαλονίκη με το Ντόρτμουντ αυξήθηκε πολύ τους τελευταίους τρεις μήνες. 
«Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι η κρίση οδηγεί ολοένα και περισσότερους Ελληνες στην απόφαση να μεταναστεύουν» λέει ο οδηγός που κάθε Τετάρτη φορτώνει στο λεωφορείο τις αποσκευές και τα όνειρα των ανθρώπων για ένα καλύτερο αύριο.


Θάνος Χερχελετζής

Viewing all articles
Browse latest Browse all 7971

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>