Λίγα λόγια για την Ευρωπαϊκή Μετανάστευση στις ΗΠΑ
Τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση του κράτους των Ηνωμένων Πολιτειών, η μετανάστευση σ’αυτό ήταν μικρή, μόλις 6.000 περίπου άτομα το χρόνο. Το 1812, με την κήρυξη του πολέμου μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας, ο αριθμός αυτός έπεσε πολύ για να εκτιναχθεί στα ύψη μετά το 1814, έτος λήξης των εχθροπραξιών. Με δεδομένα την μεγάλη διάρκεια του ταξιδιού και τις κακές συνθήκες πάνω στα ιστιοφόρα καράβια της εποχής, κάποιοι έχαναν στη διάρκεια του ταξιδιού τη ζωή τους ενώ πολλοί άλλοι έφθαναν στην αμερικανική γη άρρωστοι. Σε αντιμετώπιση της κατάστασης, το 1819, το Κογκρέσο ψήφισε τον νόμο Steerage Act, ο οποίος απαιτούσε από τους καπετάνιους των πλοίων λεπτομερείς καταστάσεις των επιβατών και εξασφάλιση καλλίτερων συνθηκών στους επιβάτες.
Μέχρι τη δεκαετία του 1850, εκατομμύρια μετανάστες κατευθύνθηκαν στην Αμερική εξαιτίας αφ’ενός της “πείνας” στην Ιρλανδία από την καταστροφή της παραγωγής της πατάτας και αφ’ετέρου των συνεχών συγκρούσεων μεταξύ των κρατιδίων της Γερμανίας.
Τη δεκαετία του 1880, η δύναμη του ατμού είχε ήδη συντομεύσει κατά πολύ το ταξίδι στην Αμερική. Μετανάστες από την Ευρώπη, τη Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή αρχίζουν να εισρέουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μόνο στη δεκαετία του 1880, το 9% του συνολικού πληθυσμού της Νορβηγίας μετανάστευσε στην Αμερική. Μεταξύ 1890 και 1921, 19 εκατομμύρια έφθασαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, γεγονός που ανάγκασε το Κογκρέσο να προχωρήσει στους πρώτους αυστηρούς περιορισμούς. Έτσι, ο Νόμος για τη μετανάστευση του 1924, γνωστός ως Johnson-ReedImmigration Act, περιέκοψε τον αριθμό των νεοεισερχομένων θέτοντας ανώτατα όρια υπολογιζόμενα ανά έθνος προέλευσης. Η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 επιβράδυνε τη μετανάστευση ακόμα περισσότερο. Με το κοινό αίσθημα σαφώς αντίθετο στη μετανάστευση, λίγοι σχετικά πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το 1933.
Οι περισσότεροι μετανάστες έφθαναν συνήθως στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, προτιμώμενος προορισμός από τις ατμοπλοϊκές εταιρείες. Υπήρχαν βέβαια και εκείνοι που αποβιβάζοντο σε άλλα λιμάνια, όπως η Βοστώνη, η Φιλαδέλφεια, η Βαλτιμόρη, η Σαβάννα, το Μαϊάμι και η Νέα Ορλεάνη. Οπωσδήποτε, οι μεγάλες ατμοπλοϊκές εταιρείες, όπως η White Star, η Red Star, η Cunard και η Hamburg-Amerika, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο ευρωπαϊκό κύμα μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ.
Η μετανάστευση Ελλήνων στις ΗΠΑ στα 1900 – Η Σταφιδική Κρίση
Η μετανάστευση από την Ελλάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν αποτέλεσμα της συνδυαστικής ενέργειας πολλών γεγονότων. Κατ’αρχήν ήταν η λεγόμενη σταφιδική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1890. Ακολούθησε η πτώχευση της χώρας το 1893. Θα επακολουθήσει ο ατυχής Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 και η επιβολή στη χώρα του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Οι περιπέτειες της χώρας θα συνεχισθούν με τον Μακεδονικό Αγώνα, τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και, τέλος, την Μικρασιατική Εκστρατεία και την Καταστροφή.
Είναι προφανές πως όλο αυτό το διάστημα ο λαός δυστυχούσε. Δεν ήταν μόνο η πτώχευση και η ύφεση. Οι πολεμικές εμπλοκές ήταν συνεχείς και οι οικογένειες των στρατευμένων στέναζαν από την απουσία των χεριών που θα καλλιεργούσαν τη γη. Αρκετοί θα επιδιώξουν τη μετανάστευση για να αποφύγουν τη στράτευση. Αλλά και το δημογραφικό δεν ήταν μικρότερο πρόβλημα. Ο οικογενειακός προγραμματισμός ήταν έννοια άγνωστη, με αποτέλεσμα οι αγροτικές οικογένειες να είναι πολυμελείς την ίδια στιγμή που ο μικρός γεωργικός κλήρος αδυνατούσε να τις θρέψει. Η αδυναμία αυτή αλλά και το γεγονός πως υπήρχαν και οι ανύπανδρες κόρες/αδελφές που έπρεπε να αποκατασταθούν οδηγούσε πολλούς στην απόφαση να ξενητευτούν.
Από όλες τις παραπάνω αιτίες θα επικεντρωθούμε στη σταφιδική κρίση, αφενός γιατί είναι συνδεδεμένη με την Πελοπόννησο και την “παληά” –τρόπος του λέγειν- Ελλάδα, αλλά και γιατί θεωρούμε πως είναι ένα θέμα λίγο πολύ άγνωστο σε πολλούς.
Κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα η κορινθιακή σταφίδα αναδείχθηκε στο κύριο εξαγωγικό προιόν της χώρας δεδομένης της μεγάλης ζήτησής της στις ευρωπαϊκές αγορές και, κυρίως, στην Αγγλία. Το αμπέλι εκαλλιεργείτο στις παράλιες περιοχές της Πελοποννήσου, από Κόρινθο έως Πάτρα αλλά και στην Ηλεία. Αργότερα η καλλιέργειά του θα περάσει και σε παράλιες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, όπως το Μεσολόγγι, αλλά και στα Επτάνησα που προσαρτήθηκαν το 1864 (η Θεσσαλία θα προσαρτηθεί το 1881). Η λόγω της μεγάλης ζήτησης επίτευξη υψηλών τιμών είχε ως αποτέλεσμα να ενταθεί η καλλιέργειά της σε βάρος άλλων παραδοσιακών προϊόντων, όπως το ελαιόλαδο, τα δημητριακά, το καλαμπόκι και η σηροτροφία (Αιγιαλεία). Πολλοί δανείστηκαν κεφάλαια για να φυτέψουν αμπέλια αλλά και για να επεκτείνουν την καλλιέργεια και σε εκτάσεις που μέχρι τότε έμεναν ακαλλιέργητες. Την δεκαετία του 1870 η επένδυση σε αμπελώνες συνδυάστηκε με αποεπένδυση παγίου κεφαλαίου, δηλαδή με το ξερίζωμα αιωνόβιων ελαιώνων οι οποίοι δεν είχαν κόστος απόσβεσης όπως οι αμπελώνες. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να εμφανίζεται η Ελλάδα ως μονοεξαγωγική οικονομία, πράγμα που δεν απείχε από την πραγματικότητα, αφού υπήρξε περίοδος όπου το 75-80% της συνολικής αξίας των εξαγωγών καλύπτετο από τις πωλήσεις σταφίδας. Το 1830 η καλλιέργειά της κάλυπτε 30 χιλ στρέμματα. Σαράντα χρόνια αργότερα, το 1870, οι εκτάσεις δεκαπλασιάστηκαν και η παραγωγή εκτινάχθηκε στα ύψη. Οι έμποροι αποκόμιζαν κολοσσιαία κέρδη συγκριτικά με άλλους κλάδους του εγχώριου εμπορίου.
Οι σχετικές με την καλλιέργεια της σταφίδας εργασίες ήταν πολλές και εξειδικευμένες και έπρεπε να γίνονται με τα χέρια. Μηχανικός εξοπλισμός την εποχή εκείνη δεν υπήρχε και επειδή την καλλιεργητική περίοδο, από Φεβρουάριο έως Αύγουστο, απαιτούντο πολλά εργατικά χέρια, οι παραγωγοί έδιναν μεγάλα μεροκάματα για να προσελκύσουν εργάτες. Αυτή η ζήτηση, που επετάθη μετά την αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, προκάλεσε μετακίνηση αγροτικών πληθυσμών από τις ορεινές στις πεδινές περιοχές με επιπτώσεις που θα εγίνοντο αισθητές χρόνια αργότερα. Η μεταστροφή στην καλλιέργεια της σταφίδας αποτελούσε επένδυση που έπρεπε να αποσβεσθεί. Ομως, το αμπέλι καρποφορεί πολύ αργά και φθάνει σε πλήρη καρποφορία μετά το δέκατο έτος. Ετσι, στο μεσοδιάστημα, πολλοί παραγωγοί αναγκάζοντο να δανεισθούν για να πληρώσουν τα υψηλά ημερομίσθια καθώς και το, μετά το 1856, κόστος του θειαφιού.
Το γεγονός ότι η σταφίδα ήταν ένα κατ’εξοχήν εξαγωγικό προϊόν έκανε το εμπόριό της ευαίσθητο στις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών της. Από τη σταφίδα εξαρτώντο όχι μόνο οι σταφιδοπαραγωγοί και οι σταφιδεργάτες αλλά και οι σταφιδέμποροι καθώς και η ίδια η εθνική οικονομία που είχε ανάγκη σκληρού συναλλάγματος για την χρηματοδότηση των έργων ανάπτυξης της χώρας. Ολόκληρες περιοχές της Πελοποννήσου, αλλά και των Επτανήσων, αγωνιούσαν κάθε χρόνο για τις τιμές στις διεθνείς αγορές. Ολοι έτρεμαν τις κρίσεις του σταφιδεμπορίου που ήταν συχνές. Από όλες, σχετικά μεγάλη ήταν η εσωτερική κρίση της δεκαετίας του 1850. Παρ’όλα αυτά η καταστροφή των γαλλικών και ισπανικών αμπελώνων από την φυλλοξήρα του 1866-1872 όχι μόνο θα διασώσει την εγχώρια αγορά σταφίδας αλλά και θα ωθήσει στην επέκταση της καλλιέργειάς της.
Οι Γάλλοι, εντωμεταξύ, δεν έμειναν άπρακτοι. Αντικατέστησαν τα άρρωστα αμπέλια τους με καινούργια που άρχισαν να καρποφορούν από το 1890. Το 1892, για πρώτη φορά οι ελληνικές εξαγωγές μειώθηκαν κατά 30-40%, ενώ το 1893 οι Γάλλοι επέβαλαν υψηλούς δασμούς στις εισαγωγές σταφίδας με άμεσες συνέπειες στα δημόσια έσοδα της Ελλάδας. Η σταφιδική κρίση ήταν πλέον γεγονός. Την ίδια εποχή, το 1892, ο Χαρίλαος Τρικούπης θα αποτύχει να εξασφαλίσει το δάνειο που διεπραγματεύετο για την χώρα, με συνέπεια να οδηγηθεί η Ελλάδα σε πτώχευση το 1893. Οπωσδήποτε κρίσεις στο σταφιδεμπόριο υπήρξαν αρκετές μέσα στον 19ο αιώνα, όμως εκείνη της δεκαετίας του 1890 είχε συνέπειες καταλυτικές τόσο στην οικονομική όσο και στην κοινωνική ζωή της χώρας. Με την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής παραγωγής και την διαμόρφωση εντός της χώρας σταθερού ετήσιουπλεονάσματος σταφίδας σε ποσοστό 20% της ετήσιας παραγωγής, οι τιμές της σταφίδας στη διεθνή αγορά θα κατρακυλήσουν. Στην αγορά του Λονδίνου η τιμή του ενετικού εκατόλιτρου θα πέσει από τα 21 σελίνια το 1892 στα 6 σελίνια το 1893, τιμή κάτω του κόστους των μεταφορικών.[2] Το πλήγμα στην ελληνική κοινωνία κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα θα είναι μεγάλο.
Η κρίση οδήγησε στην καταστροφή πολλούς μεγαλοεξαγωγείς και μεγαλεμπόρους και μαζί τους παρέσυρε και όσους συνδέοντο επαγγελματικά μαζί τους, με αποτέλεσμα να διογκωθεί το κύμα ανεργίας στην περιοχή. Πολλοί αδυνατούσαν πλέον να εξυπηρετήσουν τα δάνεια που είχαν πάρει. Οι πλειστηριασμοί περιουσιών αλλά και οι προσωποκρατήσεις ήταν συνεχείς ενώ η τοκογλυφία έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Τώρα, όλοι έπρεπε να προσαρμοστούν κατά τρόπο οδυνηρό στη νέα οικονομική πραγματικότητα που διαμορφώθηκε στη χώρα με την πτώχευση, την ύφεση και τις συνεχείς πολεμικές περιπέτειες. Οι περισσότεροι θα μείνουν στον τόπο τους και θα την υπομείνουν. Πολλοί θα μεταναστεύσουν μαζικά στην Αμερική, ενώ άλλοι θα κατευθυνθούν προς τα αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά.
Η Νήσος Έλλις
Η Νήσος Έλλις είναι ένα νησάκι στον κόλπο της Νέας Υόρκης, πολύ κοντά στην ακτή της Πολιτείας της Νέας Υερσέης. Το νησί αρχικά ήταν μιά αμμουδέρα που την ώρα της παλίρροιας μόλις διεκρίνετο πάνω από την επιφάνεια του νερού. Η αρχική του έκταση των 3,3 έϊκερς αυξήθηκε στα 27,5 έϊκερς (111.290 τ.μ. περίπου) μέσω επιχωματώσεων, μέρος των οποίων προήλθε από τις εκχωματώσεις του υπό κατασκευήν τότε συστήματος υπογείου σιδηροδρόμου της Νέας Υόρκης.
Οι τοπικές ινδιάνικες φυλές ονόμαζαν το νησί Γλαρονήσι. Για πολλές γενιές, κατά τις περιόδους του Ολλανδικού και Αγγλικού αποικισμού, το νησί ήταν γνωστό σαν Στρειδονήσι επειδή είχε άφθονα στρείδια. Μέχρι το 1775, που περιήλθε στην ιδιοκτησία κάποιου Σαμουήλ Έλλις, το νησί πήρε διάφορα ονόματα. Το σημερινό του όνομα, Έλλις, το πήρε το 1861. Αυτός ο Έλλις, έμπορος και γαιοκτήμονας, κληροδότησε το νησί στους απογόνους του, από τους οποίους το αγόρασε η Πολιτεία της Νέας Υόρκης η οποία, με τη σειρά της, το πώλησε στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση το 1808 για την κατασκευή οχυρωματικού έργου για την προστασία του λιμανιού κατά τον πόλεμο του 1812. Το έργο αυτό ονομάστηκε Fort Gibson στη μνήμη ενός γενναίου αξιωματικού που έπεσε κατά τον Πόλεμο του 1812. Στη συνέχεια, μέχρι το 1890 που ελήφθη η απόφαση μετατροπής του σε μεταναστευτικό κέντρο, το νησί χρησιμοποιήθηκε από τον Στρατό και το Ναυτικό σαν στρατιωτική εγκατάσταση.
Ο Σταθμός Υποδοχής του Castle Garden
Την πρώτη περίοδο της ίδρυσης του κράτους των Ηνωμένων Πολιτειών δεν υπήρχε επίσημη εθνική μεταναστευτική πολιτική. Ο έλεγχος της μετανάστευσης είχε αφεθεί εν πολλοίς στις Πολιτείες που είχαν τους δικούς τους ρυθμιστικούς κανόνες και η μόνη υποχρέωση τους απέναντι στην Κυβέρνηση ήταν να την ενημερώνουν για τον αριθμό των αφίξεων. Φυσικά, δεν υπήρχε κεντρικό σημείο υποδοχής των επιβατών, ενώ μόνο μετά το 1820 τα ονόματά τους καταχωρούντο σε Βιβλία αφικνουμένων επιβατών. Η όλη κατάσταση ευνοούσε την εκμετάλλευση των μεταναστών τόσο πριν την αναχώρηση από την Ευρώπη όσο και μετά την άφιξη τους στην Αμερική. Προκειμένου να προστατεύσει τις χιλιάδες των μεταναστών, η Πολιτεία της Νέας Υόρκης, από το 1855 έως το 1890, χρησιμοποίησε σαν σταθμό υποδοχής τους το Castle Garden, στην τοποθεσία Battery, στο νοτιότερο άκρο του Μανχάτταν. Το ενδιάμεσο διάστημα από το 1890 μέχρι το 1892, οπότε λειτούργησε ο νέος ομοσπονδιακός σταθμός στο Ελλις Αϊλαντ, ο έλεγχος των αφικνουμένων μεταναστών ελάμβανε χώρα στο BargeOffice, στο ΝΑ άκρο του Μανχάτταν, σε μικρή απόσταση από το Castle Garden.
Το Castle Garden χτίστηκε το 1807 σαν αμυντικό οχυρωματικό έργο, για την προστασία του λιμένα της Νέας Υόρκης. Μετά τον πόλεμο του 1812 το όνομά του άλλαξε σε Fort Clinton. Αρχικά απείχε 300 πόδια από την ακτή και συνδεόταν με αυτή με ένα ξύλινο πέρασμα αλλά, σταδιακά, μέσω επιχωματώσεων, ενώθηκε με το Battery. Το 1824, το οχυρό περιτοιχίστηκε και έγινε ένα δημοφιλές θέατρο που εξυπηρετούσε 6.000 καθημένους. Το 1892, όταν ξεκίνησε η λειτουργία του νησιού Έλλις, το κτήριο μετετράπη σε Ενυδρείο, Aquarium. Ώσπου το 1946, ανακηρύχθηκε εθνικό μνημείο και σήμερα λειτουργεί σαν εκδοτήριο εισιτηρίων για τα φέρρυς προς το Νησί Έλλις και το Άγαλμα της Ελευθερίας.
Πριν το 1855, οι επιβάτες αποβιβάζοντο σε όποια αποβάθρα έδενε το καράβι που τους είχε μεταφέρει. Επρόκειτο για μιά τεράστια έκταση γεγονός που καθιστούσε δύσκολη αν όχι αδύνατη την προστασία των νεο-αφικνουμένων από κακοποιά στοιχεία. Αμέσως μετά την αποβίβασή του ο μετανάστης πολιορκείτο από κάθε είδους κλέφτες και κομπιναδόρους που του έκλεβαν τις αποσκευές, του πουλούσαν ψεύτικα εισιτήρια τραίνου σε προορισμούς του εσωτερικού, τον οδηγούσαν σε πανσιόν της κακιάς ώρας με υπέρογκες χρεώσεις και γενικά του έκαναν τη ζωή δύσκολη. Ηταν τον Οκτώβριο του 1858 που οι Γερμανικοί Σύλλογοι των Ηνωμένων Πολιτειών ζήτησαν από το Κογκρέσο να περάσει νόμο για την προστασία των μεταναστών τόσο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού όσο και κατά την άφιξή τους στη χώρα. Μεταξύ των μέτρων που ζητούσαν ήταν η εγγύηση για την ασφαλή παράδοση των αποσκευών κατά την άφιξη στη χώρα, ο έλεγχος της αγοράς σιδηροδρομικών και θαλάσσιων εισιτηρίων για προορισμούς του εσωτερικού, η εξασφάλιση καλλίτερων συνθηκών στα πλοία όσον αφορά τις γυναίκες επιβάτες, κ.ά.
Στις 3 Αυγούστου 1855, το Castle Garden υποδέχθηκε τους πρώτους μετανάστες. Προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σαν σταθμός υποδοχής, το οχυρό ανακαινίσθηκε, προστέθηκαν σ’αυτό οι απαραίτητες για τις τότε ανάγκες εγκαταστάσεις, ενώ περικλείστηκε από ένα μεγάλο ξύλινο φράχτη.
Αμέσως μετά την πρόσδεση ενός πλοίου στην αποβάθρα της εταιρείας, οι επιβάτες πρώτης και δεύτερης θέσης ήταν ελεύθεροι να περάσουν στην πόλη, ενώ εκείνοι της θέσης steerage μεταφέροντο με πλοιάρια στην αποβάθρα του Castle Garden. Όλοι οι μετανάστες της θέσης αυτής έπρεπε να αποβιβασθούν στις εκεί εγκαταστάσεις οι οποίες, πιά, ήταν μη προσβάσιμες στους κλέφτες και απατεώνες. Οι μετανάστες περνούσαν από ένα πρώτο ιατρικό έλεγχο. Οσοι περνούσαν τον έλεγχο οδηγούντο στη μεγάλη αίθουσα του σταθμού, στη ροτόντα, που καλύπτετο στο μεγαλύτερο μέρος της από ξύλινους πάγκους. Οσοι, πάλι, απορρίπτοντο μεταφέροντο με πλοιάρια σε νοσοκομείο της νήσου Wards ή της Blackwell. Ο χώρος της ροτόντας ήταν μεγάλος, μπορούσε να δεχθεί μέχρι και 3000 άτομα. Στην αίθουσα υπήρχε αριθμός γραφείων όπου υπάλληλοι-ελεγκτές ήλεγχαν τα χαρτιά των μεταναστών και τους υπέβαλαν σειρά ερωτήσεων. Στο τέλος της διαδικασίας κάποιοι θα περνούσαν, οι περισσότεροι, ενώ λίγοι θα απορρίπτοντο. Η αγωνία και ο φόβος της απόρριψης ήταν τα συναισθήματα που ένοιωθε ο Ελληνας μετανάστης της εποχής και ακριβώς τα αισθήματα αυτά εκφράζει η λέξη Καστιγκάρι, παραφθορά του ονόματος του σταθμού.
Στη διάρκεια των επόμενων 35 ετών περισσότεροι από οχτώ εκατομμύρια μετανάστες θα περάσουν τις πύλες τουCastle Garden. Οι τελευταίοι που διάβηκαν τις πόρτες του ήταν στις 18 Απριλίου 1890.
Οι αναστατώσεις που γνώρισε η Ευρώπη τον 19ο αιώνα, προκάλεσαν τη μεγαλύτερη μαζική ανθρώπινη μετακίνηση στην παγκόσμια ιστορία. Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του κύματος που κατευθύνετο στην Αμερική κατέπλεε στην Νέα Υόρκη, σύντομα έγινε φανερό πως οι περιορισμένες εγκαταστάσεις του σταθμού Castle Gardenαδυνατούσαν να εξυπηρετήσουν τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό μεταναστών. Την κατάσταση χειροτέρευαν φαινόμενα ανικανότητας αλλά και εκμετάλλευσης των μεταναστών, οι περισσότεροι από τους οποίους αγνοούσαν τη γλώσσα.
Ακόμη και σήμερα, πολλοί Αμερικανοί αγνοούν το Castle Garden και πιστεύουν πως οι Ευρωπαίοι πρόγονοι τους που μπήκαν στη χώρα μέσω του λιμένα της Νέας Υόρκης, πέρασαν υποχρεωτικά από το νησί Έλλις. Στην Αμερικανική ιστορική μνήμη το Castle Garden δεν πήρε τη θέση που του άξιζε καθώς το κάλυψε πλήρως η σκιά της Νήσου Έλλις.
Ο Σταθμός Υποδοχής της Νήσου Έλλις
Το 1890 ήταν η χρονιά κατά την οποία ο έλεγχος της μετανάστευσης παρεδόθη στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η μετανάστευση έπαυε πιά να είναι θέμα πολιτειακό και περνούσε οριστικά στην αρμοδιότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Το ίδιο έτος, η κυβέρνηση έκλεισε το Castle Garden και, μετά από εξέταση αρκετών εναλλακτικών τοποθεσιών, αποφάσισε να κατασκευάσει το νέο σταθμό στο νησί Έλλις. Το 1890, ο Πρόεδρος Βενιαμίν Χάρρισον ανακήρυξε τον σταθμό σαν το πρώτο ομοσπονδιακό κέντρο υποδοχής μεταναστών. Θεωρήθηκε πως με τον νέο σταθμό στο νησί οι μετανάστες αφενός θα ελέγχοντο καλλίτερα, αλλά και θα προστατεύοντο από τους διάφορους επιτήδειους μέχρι τη στιγμή της εξόδου τους στη χώρα. Ο τελευταίος μετανάστης που πέρασε από το Castle Gardenήταν τον Απρίλιο του 1890.
Η κυβέρνηση όρισε ένα κονδύλι $75.000 για την κατασκευή του νέου κέντρου. Το διάστημα μέχρι την λειτουργία του νέου σταθμού, ως χώρος υποδοχής των μεταναστών θα εχρησιμοποιείτο το Barge Office, ένα κτίριο κοντά στο -κλειστό πιά- Castle Garden.
Για να μετατραπεί το νησί σε μεταναστευτικό σταθμό απαιτήθηκαν σημαντικές κατασκευές. Κατασκευάστηκαν προκυμαίες και κτήρια. Το κυρίως κτήριο, που κατά ένα μεγάλο μέρος ήταν ξύλινο, άνοιξε την 1η Ιανουαρίου του 1892. Την επόμενη ημέρα, η Άννυ Μουρ, ένα 15χρονο κορίτσι από την Ιρλανδία που συνοδευόταν από τα δύο αδέλφια της, θα ήταν ο πρώτος μετανάστης που περνούσε την είσοδο του νέου σταθμού. Πέντε χρόνια αργότερα, τη νύχτα της 14ης Ιουνίου 1897, φωτιά κατέκαψε το σταθμό χωρίς, ευτυχώς, ανθρώπινες απώλειες. Προσωρινά, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του ελέγχου των αφίξεων, ξανάνοιξε το Barge Office. Ο Υπουργός Οικονομικών έδωσε εντολή για την άμεση επανακατασκευή του σταθμού με υλικά αντιπυρικά. Η νέα κατασκευή κόστισε τότε $1,5 εκατομμύριο. Το εξωτερικό του κτηρίου ήταν από τούβλα και είχε τσιμεντένια πατώματα. Στις 17 Δεκεμβρίου 1900 το νέο Κεντρικό Κτήριο άνοιξε την πύλη του. Οι πρώτοι μετανάστες που δέχθηκε ήταν 654 Ιταλοί που διέσχισαν τον Ατλαντικό με το πλοίο Kaiser Wilhelm II. Το κτήριο σχεδιάστηκε να εξυπηρετεί μισό εκατομμύριο μετανάστες τον χρόνο. Σύντομα όμως ο αριθμός έφθασε το ένα εκατομμύριο το χρόνο και παρέμεινε σ’αυτό το επίπεδο μεταξύ 1900 και 1914. Αυτό σημαίνει πως τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια –μέχρι την έναρξη του Α’ ΠΠ- δεκαπέντε εκατομμύρια άνθρωποι διάβηκαν την πύλη του.
Τα πρώτα μετά το 1900 χρόνια, η υπηρεσία μετανάστευσης πίστευε πως το μεγάλο κύμα είχε περάσει. Η πραγματικότητα όμως την διέψευσε καθώς η μετανάστευση είχε, αντίθετα, πάρει ανοδική πορεία. Την 17ηΑπριλίου 1907, 11.747 μετανάστες πέρασαν από τον καθιερωμένο έλεγχο. Ήταν η ημέρα κατά την οποία ο σταθμός δέχθηκε τον μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών. Συνέπεια αυτής της αυξημένης και απρόσμενης ροής μεταναστών ήταν η ανάγκη επέκτασης των παλαιών κτηρίων και ανέγερσης νέων προκειμένου να εξυπηρετηθεί το τεράστιο κύμα. Αυτό προϋπέθετε γη που όμως δεν υπήρχε. Προστέθηκαν τότε στο αρχικό νησάκι Έλλις δύο ακόμη, μέσω επιχωματώσεων. Στο νησάκι αριθμός 2 , όπως θα το ονομάσουμε, στεγάσθηκε το Νοσοκομείο (1902) και οι πτέρυγες μεταδοτικών νοσημάτων, ενώ στο νησάκι αριθμός 3 κατασκευάσθηκε η ψυχιατρική πτέρυγα. Το 1906 βρίσκει το Νησί με έκταση 27,5 έϊκερς από τα 3,3 που αρχικά είχε. Μεταξύ 1900 και 1915 χτίστηκε πυρετωδώς πάνω στο νησί πληθώρα κτηρίων και βοηθητικών εγκαταστάσεων, ώσπου κάποια στιγμή ο αριθμός τους έφθασε τα 30. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 τα δύο πρόσθετα νησάκια ενώθηκαν μεταξύ τους μέσω επιχωμάτωσης με αποτέλεσμα να πάρει το νησί τη σημερινή του όψη.
Ο Διάπλους του Ατλαντικού
Πριν το 1850, οι Ευρωπαίοι μετανάστες ταξίδευαν στην Αμερική με ιστιοφόρα. Η διάρκεια του ταξιδιού εξαρτάτο από πολλούς παράγοντες: ανέμους, παλίρροιες, κ.α. Η διάρκεια του ταξιδιού εκτιμάτο σε 4-24 εβδομάδες, με μέση διάρκεια τις 8 εβδομάδες. Αργότερα, ιστιοφόρα ενισχυμένα με πλαϊνούς τροχούς και ατμοκίνητα χρειάζοντο περίπου 6 εβδομάδες.
Από το 1850 άρχισαν να χρησιμοποιούνται ατμόπλοια στον διάπλου του ωκεανού. Το ταξίδι από τη Βρέμη της Γερμανίας έως την Νέα Υόρκη διαρκούσε 17 ημέρες. Στα μέσα της δεκαετίας του 1860 οι περισσότεροι μετανάστες ταξίδευαν πιά με ατμόπλοια. Παρ’όλα αυτά, μέχρι τη δεκαετία του 1870 υπήρχαν πολλοί που συνέχιζαν να ταξιδεύουν με ιστιοφόρα. Μέχρι τον Α’ ΠΠ, τα ατμόπλοια έκαναν 2-3 εβδομάδες, ενώ μέχρι το 1920 ο χρόνος μειώθηκε στις 1-2 εβδομάδες.
Τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης στην Αμερική, τα λιμάνια αναχώρησης των μεταναστών ήταν αυτά της Βόρειας, λεγόμενης, Ευρώπης. Αυτά ήταν το Λίβερπουλ και το Σαουθάμπτον στην Αγγλία, η Χάβρη, η Βουλώνη και το Χερβούργο στη Γαλλία, το Ρόττερνταμ στην Ολλανδία, και το Αμβούργο και η Βρέμη στη Γερμανία. Στη Μεσόγειο ήταν τα λιμάνια της Μασσαλίας, της Νάπολης, του Παλέρμο και της Τεργέστης ή Τριέστης, όπως την έλεγαν τότε. Σ’αυτά προστέθηκαν κάποια στιγμή και ο Πειραιάς, η Πάτρα, και η Κωνσταντινούπολη.
Πολλοί μετανάστες δεν αναχωρούσαν κατ’ευθείαν από τις πατρίδες τους για την Αμερική. Πρώτα επιβιβάζοντο σε κάποιο μικρότερο ατμόπλοιο, καλούμενο “πλοίο τροφοδότης” (feeder ship), που τους μετέφερε σε Βρετανικό, Γαλλικό, Ολλανδικό ή Γερμανικό λιμάνι, όπου επιβιβάζοντο στο υπερωκεάνιο. Υπήρχαν και περιπτώσεις όπου οι μετανάστες έπρεπε, μετά την αποβίβαση από το πλοίο-τροφοδότη, να ταξιδέψουν και σιδηροδρομικώς μέχρι να φθάσουν στο τελικό λιμάνι επιβίβασης. Το λιμάνι της Hull, στην ανατολική ακτή της Αγγλίας, ήταν το κύριο ενδιάμεσο λιμάνι που δέχθηκε το μεγαλύτερο μέρος των Σκανδιναυών μεταναστών προς την Αμερική. Από τη Hullοι μετανάστες ταξίδευαν σιδηροδρομικώς μέχρι το Λίβερπουλ, κυρίως, απ’όπου και αναχωρούσαν για την Αμερική, κάνοντας συχνά στάση στο Κουίνσταουν της Ιρλανδίας για να πάρουν και από εκεί επιβάτες.
Τον 19ο αιώνα, οι μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες που ανταγωνίζοντο στις γραμμές Ευρώπης με Αμερική ήταν οι παρακάτω (τα έτη σημειώνουν το έτος ίδρυσής τους):
1840
Cunard Steamship Co,
Βρετανική
1847
Hamburg-Amerika Line,
Γερμανική
1857
North German Lloyd,
Γερμανική
1869
White Star Line,
Βρετανική
1872
Red Star Line,
Βελγική
1873
Holland-Amerika Line,
Ολλανδική
Σύντομα άρχισε ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών. Ο ανταγωνισμός δεν περιορίζετο μόνο στο μέγεθος των πλοίων και στις παρεχόμενες στους επιβάτες ανέσεις αλλά και στην ταχύτητα των καραβιών τους. Όμως, ο συνολικός χρόνος διάπλου του Ατλαντικού δεν ήταν μέγεθος συγκρίσιμο δεδομένου ότι οι πορείες των καραβιών ήταν διαφορετικές. Αυτό που τελικά μπορούσε να τεθεί σε σύγκριση ήταν η ταχύτητα που επιτύγχαναν τα πλοία μετρούμενη σε κόμβους ανά ώρα. Αυτό προϋπέθετε τον ορισμό δύο σημείων στις απέναντι όχθες του Ατλαντικού που θα λειτουργούσαν ως σημεία αφετηρίας/τερματισμού. Με αυτά ως σημεία αναφοράς εμετράτο η τελική ταχύτητα που επιτύγχανε ένα καράβι. Το σημείο αυτό στην αμερικανική ακτή ήταν συνήθως η θέση Sandy Hook, στην είσοδο του Κόλπου της Νέας Υόρκης. Στην Ευρώπη, ανάλογα την ναυτιλιακή εταιρεία, επιλέγοντο διάφορα σημεία, τα βασικότερα των οποίων ήταν τέσσερα: για τα πλοία που αναχωρούσαν ή τερμάτιζαν στο Σαουθάμπτον, ήταν the Needles , στο δυτικό άκρο της Νήσου Γουάϊτ, στη νότια ακτή της Αγγλίας; για όσα είχαν βάση το Λίβερπουλ, ήταν το Κουίνσταουν της Ιρλανδίας, τελευταίο λιμάνι πριν την έξοδο στον ωκεανό; τρίτο σημείο ήταν το λιμάνι του Χερβούργου, για γαλλικά και γερμανικά πλοία; τέταρτο, τέλος, σημείο ήταν ο Φάρος στο Eddystone Rocks , ανοιχτά των ακτών της Κορνουάλης, του Ηνωμένου Βασιλείου, που το χρησιμοποιούσαν συχνά γερμανικά πλοία.
http://www.passagetoellis.gr
Πίσω στα παλιά