Το σπίτι στην οδό Αγκύρας 7, μεταξύ Αχαρνών και Αριστοτέλους.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Περπατώντας ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στα στενά κάτω από την πλατεία Βικτωρίας, από τη Χέυδεν έως πέρα από την Πιπίνου, θα μου μείνει μία σκηνή. Είχα μόλις προσπεράσει μια αυλή, στην οδό Ατταλείας, κάτω από τη Φυλής. Πίσω από τη χαμηλή καγκελόπορτα είδα έναν νοικοκυρεμένο μικρόκοσμο. Γαλάζια παντζούρια στο βάθος που άγγιζαν σχεδόν τη γη, δύο τρεις γλάστρες, φρεσκοπλυμένες οι πλάκες, μύριζε πάστρα. Θα μπορούσε να είναι κατοικία μεταναστών, τα απλωμένα ρούχα ήταν πολύχρωμα και μερικά παιδικά ρουχαλάκια ανέμιζαν σε ένα σκοινί. Καθώς το βλέμμα μου είχε αγκιστρωθεί σε αυτό το θέαμα, αθέατο αν δεν κρυφοκοιτούσες, με τη μυρωδιά του χυμένου νερού στο σκληρό υλικό, άκουσα ένα γάβγισμα. Ενα κορίτσι είχε βγάλει βόλτα τον σκύλο της που γάβγιζε και κουνούσε την ουρά καθώς ένα αυτοκίνητο είχε σταματήσει για να χαιρετήσει. Στη σκηνή υπήρχε μια νότα καθημερινότητας και επαρχιακής γαλήνης μιας άλλης εποχής. Η κίνηση ήταν ελάχιστη, γι’ αυτό και ξεχώρισα από μακριά τις δύο γυναίκες που βάδιζαν προς εμένα πιασμένες αγκαζέ, απορροφημένες στη φιλία τους. Ηταν γύρω στα 65, φορούσαν ταγέρ, κλασικές Αθηναίες που θα μπορούσαν να ζουν σε μια κλασική πολυκατοικία σε έναν κλασικό δρόμο ενός προβλέψιμου μέσου όρου.
Δεν υπήρχε όμως κανένας μέσος όρος στον περίπατο που έκανα, καθώς ακόμη και οι δύο γυναίκες, που υπέθεσα ότι ήταν κάτοικοι της περιοχής πριν η Βικτώρια αλλάξει, ήταν μία εξαίρεση που θύμιζε τον σημερινό κανόνα. Αυτά τα στενά κάτω από την Αριστοτέλους και πάνω από την Αχαρνών έχουν αλλεπάλληλες κόγχες αστικής και πρώην αστικής ζωής, έχουν κοιλότητες βαθιάς φτώχειας και κενά διαστήματα χωρίς ζωή, σαν χάσματα. Αλλά μερικά λουλουδιασμένα μπαλκόνια ή κάποια παλιά σπίτια που έχουν συντηρηθεί αποκαλύπτουν την πανσπερμία των κατοίκων και των προθέσεων.
Στη γωνία Κοδριγκτώνος και Φυλής, π.χ., ορθώνεται μία πολυτελής πολυκατοικία του Μεσοπολέμου, με ημικυκλικές απολήξεις, δείγμα της παλιάς ανθρωπογεωγραφίας της περιοχής. Αλλά μέσα στα στενά, σε δρομάκια όχι τόσο διάσημα ή αναγνωρίσιμα, όπως στην πιο ταπεινή οδό Μέρμηγκα, όπου στον αριθμό 7 είδα ένα τόσο κομψό μονώροφο σπιτάκι, επιζούν βουβές ιστορίες. Αναγνώρισα πολλές πηγές που θα μπορούσαν να δώσουν αστικά κοιτάσματα, όμως την προσοχή μου τράβηξε ένα άλλο συμπαθητικό ισόγειο σπιτάκι καθώς επέστρεφα στην πλατεία Βικτωρίας. Είχα αφήσει πίσω την οδό Δεριγνύ, είχα μπει στην Ατταλείας και κάτι με ώθησε να στρίψω δεξιά στη μικρή οδό Αγκύρας. Πόση γοητεία έχουν αυτές οι ονομασίες...
Στην Αγκύρας κατευθύνθηκα αμέσως στο κλειστό σπίτι που είδα στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Μια θηριώδης συκιά, που είχε βγάλει κιόλας τα φύλλα της, σκίαζε την αυλή και αποκάλυπτε μια ζούγκλα από μολόχες. Μύριζε υγρασία, καθώς ο ήλιος δεν διαπερνούσε την πυκνή πρασινάδα, που είχε κάτι πένθιμο δίπλα στο διαλυμένο σπιτάκι. Ηταν ένα νεοκλασικό ισόγειο, με την τυπική κάτοψη αριστερά και δεξιά της κεντρικής εισόδου. Ενιωσα ευτυχία όταν διαπίστωσα ότι το δεξί τζάμι της εξώθυρας έλειπε, και έτσι ανεβαίνοντας τα δύο σκαλοπάτια μπορούσα να απολαύσω τη θέα στο εσωτερικό.
Η τρίφυλλη πόρτα στην κορυφή της σκάλας είχε μείνει μισάνοιχτη και, αν και ήταν όλα σπασμένα, μπορούσε εύκολα κανείς να τα ξαναβάλει στη θέση τους, να φανταστεί τα έπιπλα και τα βήματα των ανθρώπων.
Ηταν μία μετάληψη.
http://www.kathimerini.gr
Πίσω στα παλιά