ΑΝΘΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Ο Βασίλης Λογοθετίδης σε σκηνή της ταινίας «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», σε σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελλάριου (1948). Ο Σακελλάριος, μεταφέροντας στον κινηματογράφο την ομώνυμη αυτή θεατρική κωμωδία που έγραψε με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, περνάει και στην κινηματογραφική σκηνοθεσία.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών οι κινηματογραφιστές ανασκουμπώνονται. Από το 1945 ως το τέλος της δεκαετίας γυρίζονται σαράντα ταινίες από δεκατρείς εταιρείες παραγωγής. Δίπλα στον Φίνο, που προπορεύεται με μεγάλη διαφορά, αρκετοί άνθρωποι του χώρου, διανομείς, αιθουσάρχες, παραγωγοί επικαίρων και κάτοχοι κινηματογραφικών εργαστηρίων επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους στην παραγωγή ταινιών μυθοπλασίας. Ο Μαυρίκιος Νόβακ με τη Νόβακ φιλμ (Χειροκροτήματα, Μαρίνος Κοντάρας, Αδούλωτοι σκλάβοι, Αραββωνιάσματα), ο Αντώνης Ζερβός με την Ανζερβός (Άννα Ροδίτη, Διαγωγή μηδέν, Δύο κόσμοι), επιδιώκουν, όπως και ο Φίνος, καλές συνεργασίες και αξιοπρεπή αποτελέσματα.
Ο Φίνος είναι πιο διορατικός και πολύ προσεκτικός στις επιλογές του. Οι εννέα ταινίες που χρηματοδοτεί και υποστηρίζει τεχνικά ώς το 1950 έχουν ως σεναριογράφους έμπειρους θεατρικούς συγγραφείς, τον Ιωαννόπουλο, τον Σακελλάριο, τον Τσιφόρο, τον Τζαβέλλα. Μετά το επιτυχημένο πείραμα με τον Ιωαννόπουλο - ο Τζαβέλλας είχε ξεκινήσει με τη Νόβακ φιλμ - ο Σακελλάριος και ο Τσιφόρος σπρώχνονται στη σκηνοθεσία. Οι ταινίες τους όχι μόνο «βλέπονται και ακούγονται», σύμφωνα με τη βασική επιδίωξη του Φίνου, αλλά αφηγούνται ιστορίες με τρόπο που να κρατά το ενδιαφέρον του θεατή και έχουν θέματα που μπορούν να συγκινήσουν το κοινό στο οποίο απευθύνονται.
Διαφημιστική καταχώρηση της εποχής για τον «Κόκκινο βράχο» του Μιχάλη Γρηγορίου (1949). Πρόκειται για κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος «Φωτεινή Σάντρη» του Γρηγ. Ξενόπουλου. Ο Γρηγορίου, δουλεύοντας με μια εξαιρετική ομάδα συνεργατών, εγγράφεται πλέον στις ελπίδες του ελληνικού κινηματογράφου.
Θέματα από τη σύγχρονη ζωή και τα προβλήματα της (Παπούτσι από τον τόπο σου, Οι Γερμανοί ξανάρχονται, Χαμένοι άγγελοι, Έλα στο Θείο, Ο μεθύστακας), από τον πόλεμο (Τελευταία αποστολή) και δίπλα τους γυναίκες της αμαρτίας και της εξιλέωσης (Πρόσωπα λησμονημένα, Μαρίνα). Στις παραγωγές του Φίνου, όπως και στο σύνολο της παραγωγής, η γυναικεία απιστία ή η υποχώρηση στις ανδρικές ορέξεις και οι συνέπειες τους είναι έντονα παρούσες (π.χ. Δύο κόσμοι, Καταδρομή, Η ανθοπώλις των Αθηνών, Θύελλα στο φάρο).
Τρία είδη
Οι ελληνικές παραγωγές ακολουθούν τα ίχνη του κινηματογράφου πλατιάς κατανάλωσης: διαμορφώνονται σε είδη. Τα τρία βασικά είδη, το μελόδραμα, το δράμα και η κωμωδία, εμφανίζονται ώς το 1950. Το μελόδραμα είναι το πιο τυποποιημένο, με γυναίκες - θύματα, εκβιασμούς, ψέματα, ασθένειες, συμπτώσεις. Ανάλογα με τον βαθμό της αμαρτίας και τις προσπάθειες εξιλέωσης, οι γυναίκες συγχωρούνται και δικαιούνται να συνεχίσουν τη ζωή τους ή πεθαίνουν για να πληρώσουν τα σφάλματα τους. Το μελόδραμα υπάρχει όχι μόνο στην υπόθεση, αλλά και στους διάλογους, στη σκηνοθεσία, στην ερμηνεία των ηθοποιών, στη χρήση της μουσικής. Η παρουσία του ανιχνεύεται και στα δράματα, σε ταινίες που προσπαθούν να ξεφύγουν από την αυστηρή τυποποίηση και να αφηγηθούν με αυθεντικότητα τα ανθρώπινα πάθη. Οι μελοδραματικοί τρόποι κυριαρχούν στον αμερικανικό και τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και οι Έλληνες σκηνοθέτες, που έχουν μάθει την τέχνη τους μέσα στις σκοτεινές αίθουσες, έχουν επηρεασθεί βαθιά από τα εκφραστικά μέσα του μελοδράματος. Ο Σακελλάριος και ο Τσιφόρος τους αντιστέκονται σε μεγάλο βαθμό, ο Τζαβέλλας και ο Γρηγορίου (Ο κόκκινος βράχος, Θύελλα στο φάρο) τα αποφεύγουν συνειδητά, αν όχι πάντα στο σενάριο, τουλάχιστον στη σκηνοθεσία.
Λάμπρος Κωνσταντάρας και Έλλη Λαμπέτη στην αισθηματική κομεντί «Διαγωγή μηδέν», σε σκηνοθεσία Μιχάλη Γαζιάδη - Γιάννη Φιλίππου (1949).
Από τη γενικότερη τάση, η οποία θέτει στο επίκεντρο τη σύγχρονη'ζωή, διαφοροποιείται η πρώτη προσπάθεια του Γρηγόρη Γρηγορίου, που μεταφέρει στον κινηματογράφο το δημοφιλές μυθιστόρημα του Γρηγορίου Ξενόπουλου Ο κόκκινος βράχος. Με χρηματοδότη τον διανομέα Χρήστο Σπέντζο, ο Γρηγορίου δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα ομάδα, με οπερατέρ-μοντέρ τον Δημήτρη Γαζιάδη, μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, πρωταγωνιστές την Ίντα Χριστινάκη και τον Λυκούργο Καλλέργη, και καταφέρνει, με μεγάλες δυσκολίες, ελάχιστα μέσα και πολλές καλλιτεχνικές υποχωρήσεις από τα αρχικά σχέδια να γυρίσει ένα έργο εποχής με κατά το δυνατόν ελάχιστο κόστος. Η κριτική αναγνωρίζει τη «φιλότιμη προσπάθεια» και δείχνει, για μία από τις σπάνιες φορές, διάθεση να παραβλέψει ή να δικαιολογήσει τις ατέλειες. Με τη φροντισμένη δουλειά και τη σκηνοθεσία του, η οποία επιχειρεί να φωτίσει τον ψυχισμό των ηρώων του, ο Γρηγορίου κατατάσσεται στις ελπίδες του ελληνικού κινηματογράφου για ένα καλλιτεχνικό άνοιγμα.
Κωμωδία
Το μεγαλύτερο μέρος της παράγωγης έχει δραματικό περιεχόμενο. Όμως, αν και περιορισμένη αριθμητικά (λιγότερες από δέκα ταινίες ώς το 1950), η κωμωδία βρίσκει έναν ασφαλή δρόμο: τη διασκευή. Πρώτος ο Φίνος έχει την ιδέα να μεταφέρει στον κινηματογράφο την πρόσφατη επιτυχία των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου Ol Γερμανοί ξανάρχονται. Στη δεκαετία του '50 και ακόμα περισσότερο στη δεκαετία του '60 το μεγαλύτερο ποσοστό των θεατρικών κωμωδιών θα περνούν στον κινηματογράφο, ως επί το πλείστον με τους ίδιους συντελεστές. Ο εμπορικός κινηματογράφος στηρίζεται στους ηθοποιούς του και στη δημοτικότητα τους. Ο ελληνικός κινηματογράφος κατάφερε, ακόμα και σ'αυτή τη φάση, να φτιάξει τα δικά του πρόσωπα: τη Ζινέτ Λακάζ, την Ιντα Χριστινάκη, την Καίτη Πάνου, τη Στέλλα Γκρέκα και τη Σμαρούλα Γιούλη, την αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια της επόμενης δεκαετίας. Παράλληλα είλκυσε το ενδιαφέρον ηθοποιών που μεσουρανούσαν στο σανίδι, όπως ο Αιμίλιος Βεάκης, η Μιράντα, ο Γιώργος Παπάς, ο Βασίλης Λογοθετίδης, η Αννα Καλουτά, ο Μάνος Κατράκης, ή είχαν τραβήξει την προσοχή κριτικών και κοινού με τις πρώτες τους θεατρικές εμφανίσεις: Δημήτρης Χορν, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Έλλη Λαμπέτη, Μίμης Φωτόπουλος, Ντίνος Ηλιόπουλος, Ελένη Χατζηαργύρη. Οι ηθοποιοί δεν ήταν πλέον επιφυλακτικοί απέναντι στον κινηματογράφο, αλλά τον αντιμετώπιζαν, όπως και οι υπόλοιποι συντελεστές του, ως μέσον βιοπορισμού.
Η δεκαετία κλείνει με μια σημαντική πρωτοβουλία που είχε -και συνεχίζει να έχει- μεγάλη επίδραση στην κινηματογραφική παιδεία του τόπου: την ίδρυση της Ταινιοθήκης της Ελλάδος από την Αγλαΐα Μητροπούλου, η οποία έδωσε την ευκαιρία στους κινηματογραφόφιλους να παρακολουθούν ταινίες εκτός εμπορικού κυκλώματος, εισήγαγε το θεσμό των κινηματογραφικών λεσχών και συνέβαλε στη διάσωση μεγάλου μέρους της ελληνικής παραγωγής.
Ελίζα-Άννα Δελβερούδη
(από το ένθετο της εφημερίδας
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, επτά ΗΜΕΡΕΣ της 21.11.1999)
http://anemourion.blogspot.gr/
Πίσω στα παλιά