Μια τρυφερή ανάμνηση της Τασίας Δούκα
Δεκαετία του ‘50 , από κάποια σχολική παρέλαση , από αριστερά : Τασία Δούκα , Ξένη Κανιού , Ξένη Λουτσόβου , Δήματρα Τσίγκα , Ευαγγελία Καμουτσή , Σωτ. Σταυροπούλου , Μαρία Αποστολοπούλου , Κούλα Μποβιάτυση , Κούλα Παλούκη
Αρχείο Τασίας Δούκα
**************
Στην προσπάθειά μας , να σας δώσουμε όσο περισσότερες και πιο αξιόπιστες “ εικόνες “ απ’ την αθέατη πλευρά της Λιδορικιώτικης ζωής , που δυστυχώς πολύ λίγα πράγματα γνωρίζουμε , δημοσιεύουμε αυθεντικές μαρτυρίες Λιδορικιωτών , που δεν “ μασάνε “ τα λόγια τους και μας μεταφέρουν “ ΑΥΤΑ ΑΚΡΙΒΩΣ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑΝ “ και κάποιοι άλλοι..δεν τολμούν μα πουν .
Ευχαριστούμε θερμά την αγαπητή φίλη Τασία , για την υπέροχη αφήγησή της και περιμένουμε φυσικά και άλλες…Κ.Κ.-
Αγαπητέ Κώστα
Όπως σου υποσχέθηκα θα γυρίσω για λίγο πίσω πολλά χρόνια να συµμεριστώ µαζί σου τις παιδικές µου αναµνήσεις απο τη ζωή του χωριού µας.
Καθώς ξέρεις εγώ µεγάλωσα στο Βαρούσι, που τουλάχιστον εκείνη την εποχή ήταν σαν ένα άλλο χωριό
. Επί το πλείστον οι Βαρουσιώτες ήσαν τσοπάνηδες και γεωργοί και οι περισσότεροι φτωχοί και αγράμµατοι.
Τους κάτω µαχαλιώτες (έµπορους..κλπ.) τους βλέπαµε σαν ανώτερη τάξη του Λιδωρικιού. Εγω δεν είχα κατεβεί κάτω στην Αγορά µέχρι που επήγα στο σχολείο. Τα πρώτα χρόνια της ζωής µου πέρασαν γύρω στη γειτονιά και περισσότερο στα χωράφια.
Η µάνα µου µε έπαιρνε πάντα µαζί στο χωράφι. Εκεί στη Φτελιά περνούσα ώρες ολόκληρες θαυµάζοντας τις φυσικές οµορφιές και προσπαθούσα να βρω απάντηση στις τόσες απορίες που έχει ένα µικρό παιδί . Όπως κάθε µικρό παιδί µεγαλώνοντας σε τέτοιο περιβάλλον έτσι και εγώ µε τη φαντασία µου ζούσα κάθε γεγονός σαν πραγµατικότητα. π.χ. η µάνα µου για να µην πηγαίνω κοντά στο πηγάδι µου είχε ειπεί ότι µέσα στο πηγάδι είναι ένας αράπης και παίρνει τα µικρά παιδιά...κάθε φορά που περνούσα από το πηγάδι µε µεγάλο φόβο φανταζόµουνα τον αράπη να βγαίνει από το πηγάδι και έτρεχα πριν με αρπάξει...
Δεκαετία του ‘50 , Τασία Δούκα
Αρχείο Τασίας Δούκα
Με τη φαντασία µου , τα Χριστούγεννα ταξίδευα στη Βηθλεέµ, έβλεπα το αστέρι, τους τρεις µάγους , τους αγγέλους ....και τι δεν θα έδινα να µπορούσα να µεταδώσω αυτή την εικόνα που έκανα µε τη φαντασία µου σε κάθε παιδί σήµερα...
Να άκουγα τον ήχο της καµπάνας, τα βήµατα των παιδιών ανεβαίνοντας στη σκάλα να µας πουν τα κάλαντα....Πως περίµενα το άνθισµα της πρώτης µυγδαλιάς., τα χελιδόνια να χτίζουν τις φωλιές τους, τον κούκο να το λέει στον παλιόραγκο... µε λίγα λόγια, έτσι άρχισε η ζωή µου στο Βαρούσι...
Τα 18 χρόνια που έζησα στο Λιδωρίκι έτυχε να είναι ο πόλεµος, το κάψιµο του χωριού, ο ανταρτοπόλεµος, και οικογενειακά προβλήµατα που είναι δύσκολο για µένα να έχω καθαρά συναισθήµατα για το Λιδωρίκι...από το ένα µέρος νοσταλγώ το παρελθόν και τα αγαπητά πρόσωπα που άφησα πίσω όταν έφυγα, από το άλλο νοµίζω πως το ότι έφυγα και έζησα µακριά σε ένα µέρος που µε δέχτηκε µε τόση αγάπη και άνοιξε τόσες πόρτες για µένα , πρέπει να ήταν το µεγαλύτερο δώρο που ο Παντοδύναµος µου χάρισε.
Και τώρα θα προσπαθήσω να περιγράψω µερικά γεγονότα από τα χρόνια εκείνα:
Αναμν.φωτογραφία μέσα στην Τάξη , Απ.Στάγιας , ΓΜπεζαϊτης , Κ.Τεμπέλης , Ν.Καθαράκης , Τασία Δούκα , Ευμ. Πάζα, Χριστίνα Μαραζιάρη , Ασπ. Ανδρεοπούλου
Αρχείο Τασίας Δούκα
**********
Θυµάµαι να ανεβαίνω στο δρόµο λίγο κάτω από τον Άγιο Γεώργιο µαζί µε τη Μαρία Πέτρου ( τη Μαρία τηṣ Χαραλµπιούς όπως τη λέγαμε ) που µε είχε πάρει µαζί της στο σχολείο να µε γράψει γιατί θα άρχιζα σχολείο για πρώτη φορά.
Η καµπάνα χτυπούσε συναγερµό, γυναίκες έτρεχαν να µαζέψουν τα παιδιά και όταν προχωρήσαµε ακούσαµε τον Μαλάµο να φωνάζει µε ένα χωνί (ο Μαλάµος και ο Ζήσιµος ήσαν οι ντελάληδες του χωριού ) ότι έρχονται οι Γερµανοί και πρέπει να φύγουν όλοι από το χωριό , εµείς φύγαµε και επήγαµε στη Φτελιά , στα χωράφια και εκεί είχαµε και τα πρόβατα.
Εκδρομή στο Παραδείσι
Οι περισσότεροι Λιδωρικιώτες έκαναν το ίδιο. ∆εν θυµάµαι πόσο καιρό µείναµε εκεί , µόνο θυµάµαι ότι είχαµε ελονοσία και µέναµε σε µια ταράτσα και το µόνο φαγητό που είχαµε ήταν αλευρόγαλο, βράζαµε λίγο γάλα µε λίγο αλεύρι (καλαµοκίσιο).
Ούτε φάρµακα, ούτε γιατρό, ούτε καµιά βοήθεια γιατί όλοι βρισκόµαστε στην ίδια θέση. Εκεί λοιπόν ένα βράδυ ήρθε η Γιαννούλα (η Μητέρα της Μαριας Πέτρου - Νταλάκα) και µας είπε πως όλοι έφυγαν από τη Φτελιά γιατί οι Γερµανοι καίνε το Λιδωρίκι.
Η Μάνα µου και η αδελφή µου η Κατίνα είχαν ελονοσία και πολύ πυρετό, µε µεγάλη προσπάθεια ξεκινήσαµε για το Τριβίδι (το χωριό της Μάνας µου). Αφού περάσαµε το ποτάµι και ανεβαίναµε προς το Τριβίδι, ακούγαµε κρότους , εκρήξεις και βλέπαµε τον ουρανό να φαίνεται ένα χρώµα πορτοκαλί σαν φλόγα είναι δύσκολο να περιγράψω αυτή την εικόνα που µένει τόσο ζωντανή σε µένα για πάντα.
Εν το µεταξύ εγώ και ο αδελφός μου ο Γιώργος , περπατούσαµε ξυπόλυτα απάνω στα αγκάθια γιατί ήταν καλοκαίρι και µάλιστα θυµάµαι ότι ήταν καθαρή βραδιά και έλαµπε το φεγγάρι σαν να ήταν ηµέρα. Όταν φθάσαµε στο Τριβίδι , στο σπίτι του θείου µου βρήκαµε τη θεία µου που είχε φορτώσει το µουλάρι µε µερικά απαραίτητα και έφευγε, είπε στη Μάνα µου που είχαν πάει . (Όλοι οι Τριβιδιώτες είχαν φύγει από το χωριό).
Τελευταία μέρα της μαθητικής ζωής , Ευμ. Πάζα , Τασία Δούκα , Χριστίνα Μαραζιάρη , Τασία Ανδρεοπούλου
Αρχείο Τασίας Δούκα
**********
Θυµάµαι πως η γλυκιά µου η µανούλα κάθισε στη σκάλα και είπε : δεν µπορώ πια , ας πεθάνω εδώ. Εγώ και ο Γιώργος πήγαµε στη βρύση και φέραµε λίγο νερό για τη Μάνα µου και σε λίγο ξεκινήσαµε να πάµε εκεί που ήταν οι συγγενείς µας. ∆εν θυµάµαι πόσο µείναµε εκεί, αλλά θυµάµαι ότι εµείς τα παιδιά περάσαµε πολύ καλά µε όλα το ξαδέλφια.
Μετά , η Μάνα µου γύρισε στο Λιδωρίκι καθώς όλοι οι χωριανοί προσπαθούσαν να ξαναβάλουν µια σειρά στην ταλαίπωρη ζωή τους. Εµείς τα παιδιά µείναµε στο Τριβίδι στο θείο µου, θυµάµαι ότι η αδελφή µου η Κατίνα είχε πολύ πυρετό και ο καηµένος ο θείος µου δε µπορούσε να κάνει τίποτα άλλο , αφού φάρµακο δε υπήρχε, την επήρε στα χέρια του κλαίγοντας και την έβγαλε στο µπαλκόνι να πάρει λίγο αέρα.
Μετά από λίγο καιρό ήλθε η Μάνα µου και µας έφερε στο Λιδωρίκι.
Το δικό µας σπίτι δε είχε καεί ,η φωτιά είχε αρχίσει σε µια άκρη του σπιτιού αλλά έσβησε πριν προχωρήσει. ∆εν θα ξεχάσω ποτέ τη µυρουδιά από το κάψιµο, τα ερείπια των σπιτιών όλα µαύρα, είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω αυτή την εικόνα...
Το σπίτι µας είχε µόνο δυο δωµάτια και εκεί µέναµε εµείς, η γειτόνισσα η Χαραλαµπιού µε τη Μαρία, και η γιαγιά η Τσίµαινα (Φωτοπούλου) και η θεια Μαρία Φωτοπούλου (Τσιµογιόργαινα) µε τα τρία παιδιά ,το Θύµιο, την Κούλα και το Χαράλαµπο.
Εδώ πρέπει να σηµειώσω ότι ο θείος ο Γιώργος (Τσιµογιώργος) είχε πεθάνει λίγο πριν έλθουν οι Γερµανοί στα δικά µας µέρη....Φαντάσου τι βάσανα και πίκρες είχαµε τότε....
Θυµάµαι όμως , ότι όλοι βοηθούσαν ο ένας τον άλλον να φτιάξουν ένα καλύβι να στεγάσουν την οικογένειά του γιατί ήλθε και ο χειµώνας.
Τώρα θα προχωρήσω στις αναµνήσειṣ του σχολείου.
Τα πρώτα µαθήµατα έγιναν στα σκαλιά της εκκλησίας (Παναγίας) και στο φυτώριο. Σου είχα γράψει σχετικά µε την πρώτη τάξη και το µάθηµα...
Αργότερα (νοµίζω στην τρίτη τάξη) εµείς κάναµε µάθηµα σε ένα κτήριο του Ντούµα (απέναντι στου Μανουδάκη το σπίτι. Είχαµε δασκαλα την Καρβέλα, που όπως όλοι πίστευε ότι το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο...
Οι µεγάλοι όλοι είχαν τόσες ευθύνες και στεναχώριες που δεν είχαν καιρό να αποσχολούνται µε την ψυχολογία των παιδιών. Τα παιδιά νηστικά και ξυπόλυτα µια πλάκα και ένα κοντύλι πηγαίναµε στο σχολείο και έπρεπε να πάµε και ένα ξύλο για τη σόµπα κάθε µέρα. Παίρναµε και ένα κοµμάτι ψωµί (αν το είχαµε και αυτό) να φάµε στο διάλειμμα .
.Θυµάµαι µια µέρα άλλαξα ψωµί µε την Ελένη του Κατροδαύλη- Υφαντή , (εγώ είχα µποµπότα και η Ελένη είχε ψωµί από αγκόρτσα) µάλιστα που φάνηκε πιο νόστιµο. Όταν σωνόταν το αλεύρι, πολλοί έκαναν ψωµί από αγκόρτσα, αγριάδες, κότσαλα... Τέλος πάντων, µετά το διάλειμμα η Καρβέλα σήκωσε τον Ηλία Ξηροµάµο και δεν θυµάµαι για πιο λόγο πείρε τη βέργα να τον χτυπήσει ,
Ο Ηλίας την έπιασε από τα µαλλιά και η δασκάλα έβαλε τις φωνές και έστειλε ένα παιδί να πάει στο σχολείο (στο ∆ηµοτικό) όπου ήταν οι δάσκαλοι να φέρει βοήθεια....δεν θυµάµαι περισσότερα αλλά αυτό το γεγονός και το ψωµί της Ελένης δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Ας πάµε τώρα στα χειρότερα χρόνια του Ανταρτοπόλεµου...
Φαντάζοµαι θα έχουν γράψει πολλοί γι’ αυτό το θέµα και χρειάζεται πολύς χρόνος για να γράψω όλα όσα θυµάµαι αλλά θα αναφέρω µόνο τρία γεγονότα από αυτή την περίοδο.
Τότε δεν υπήρχαν δρόµοι να µπορεί ο στρατός να µεταχειρίζεται αυτοκίνητα, και ζητούσαν από τον κόσµο να πανε µαζυ µε τα µουλάρια να φορτώνουν τα πολεµοφόδια και ότι άλλο χρειάζονταν. Ο κόσµος βέβαια δεν το έκαναν αυτό µε ευχαρίστηση, µάλιστα προσπαθούσαν νε βρουν τρόπο να το αποφύγουν.
Θυµάµαι ένα χωροφύλακα (το Γιαλαµά) ηρθε στο σπίτι της πεθεράς της αδελφής µου ( της Κλωσσοθανάσαινας ) και ζητούσε το µουλάρι. Η συµπεθέρα το είχε κρύψει στο κατώι της γειτόνισσας και του είπε ότι το µουλάρι ήταν στη Φτελιά , . και για να του αποδείξει ότι ήθελε να βοηθήσει το στρατό παίρνει ένα ταψί ζεστό ψωµί (όχι καρβέλι, αλλά ταψί µεγάλο) το βάζει σε ένα τραπεζοµάντηλο και µε φορτώνει εµένα και µου λέει , να πας να ειπείς στο Γιώργο να φέρει το µουλάρι αµέσως (ο Γιώργος ήταν στα πρόβατα με τον συµπέθερο).
Εγώ ξεκίνησα να πάω στη Φτελιά (αν είχα λίγο µυαλό, θα πήγαινα πιο πέρα και θα περίµενα λίγο να βρω δικαιολογία ότι δεν τον βρήκα...) αλλά συνέχισα το ταξίδι και έφτασα µέχρι το Απόσκιο και εκεί είχε κάνει στάση ο στρατός και δεν µε άφησαν να προχωρήσω γιατί βοµαρδίζανε απέναντι στα Βαρδούσια τα αεροπλάα.
Εγώ καθόµουνα και περίµενα να περάσω. µερικοί στρατιώτες µε πλησιάσανε να ιδούν τι έχω φορτωµένη. Μόλις είδαν το φρέσκο το ψωµί λίγο λίγο ί το πήρανε και µου έδιναν κονσέρβες για αντάλαγµα. Έτσι γύρισα αργά το απόγευµα και έµαθα πως ο Γιαλαµάς δεν πίστεψε το ψέµα , βρήκε το µουλάρι και το είχαν στις Λάκκες όπου ετοιμάστηκε ο στρατός για τη µάχη της Αρτοτίνας.
Μάλιστα σε αυτή τη µάχη είχε πάει και η Μάνα µου , µαζί με πολλούς άλλους Λιδωρικιώτες. Σε αυτή τη µάχη σκοτώθηκε η Φροσύνη Ταµβάκη (ήταν δίπλα στη Μάνα µου όταν τη χτύπησε το βλήµα) και η Παλαιολόγου (δεν ξέρω το μικρό της όνοµα).Τότε έπιασαν αιχµαλώτους οι αντάρτες το συµπέθερο (Κλωσσοθανάση) και το Μπακόγιαννο.
Επίσης όταν ήλθαν οι αντάρτες στο Λιδωρίκι (αν θυµάµαι καλά τον Απρίλιο του 1949) η Μάνα µου ήταν στην Αθήνα και εγώ ήµουν µόνη µου µε τη γιαγιά µου στο σπίτι. Αφού δεν ήξερα καλύτερα καθόµουνα στο παράθυρο και έβλεπα τους αντάρτες όταν περνούσαν φορτωµένοι για να φύγουν προς τα βουνά , έβλεπα και µερικούς που έτρεχαν να αποφύγουν τις σφαίρες που έριχναν οι στρατιώτες από τον Κουκορέφτο....
Όταν επί τέλους τελείωσε η µάχη και ήλθε το πρωί , έµαθα πως είχαν σκοτωθεί τρεις κοπέλες ( συναγωνίστριες). Μια από αυτές προχωρούσε προς τον πλάτανο, φαίνεται είχε τραυµατιστεί και έπεσε σε ένα µέρος που το λέγανε του Κατσούρη το αλώνι.
Εγώ επήγα και την είδα, θα ήταν περίπου 17−18 χρόνων , είχε πέσει επάνω σε ένα πουρνάρι , σαν να είχε ξαπλώσει να ξεκουραστεί.
Το απόγευµα µαζεύτηκαν µερικές γυναίκες , έσκαψαν και τη έθαψαν εκεί , χωρίς φέρετρο, χωρίς παπά , απλώς κάναµε όλοι το σταυρό µας και θυµάµαι η Κλωσσοτέτα της σκέπασε το πρόσωπο µε ένα άσπρο µαντήλι. Αργότερα έµαθα πως ένας αντάρτης που είχε κρυφτεί και παραδόθηκε στο στρατό , πέρασε και την είδε πριν τη θάψουν και είπε πως ήταν µια από τις µαθήτριες που είχαν πάρει από την Καλαµπάκα.
Όπως φαντάζοµαι θα ξέρεις , οι περισσότεροι αντάρτες είχαν πάει δια της βίας και όχι διότι το ήθελαν. Φαντάσου τους γονείς αυτού του κοριτσιού και τόσων άλλων , που δεν έµαθαν ποτέ που και πως τελείωσε η ζωή των παιδιών τους....
Επίσης θυµάµαι που είχαν κρεµάσει δύο κεφάλια στη Βαθειά , στις ακακίες και δεν θα µου φύγει ποτέ αυτή η εικόνα από το µυαλό µου. Ήθελα να σου το ειπώ για ιστορικούς λόγους , ότι εκεί στου Κατσούρη το αλώνι , είχε ταφεί ένα κοριτσάκι άγνωστο και ότι στη Βαθειά , που γίνονται τόσα γλέντια και χαρές κάποτε οι Έλληνες έσφαζαν άλλους Έλληνες και κρεµούσαν τα κεφάλια τους στην πλατεία χωρίς να ενδιαφέρονται αν µικρά παιδιά τα έβλεπαν.
Συγγνώµη που οι αναµνήσεις µου αυτές είναι γύρω από τα δυσάρεστα γεγονότα, άλλη φορά θα σου στείλω πιο ευχάριστες , γιατί έχω ζήσει και πάρα πολλές χαρούµενες ηµέρες στο Λιδωρίκι.
Θα κλείσω µε δυο ευτράπελα από τη σχολική ζωή του Γυµανσίου.
Η Ασπασία Ανδρεοπούλου , απ’ την Ερατεινή , ήλθε στο Λιδωρίκι από το Γυμνάσιο Γαλαξιδίου στην εβδόµη κα ογδόη τάξη. Απο την πρώτη στιγµή υπήρξε µεταξύ µας µια αγνή και πραγµατική φιλία, καθίσαµε στο ίδιο θρανίο και συνήθως διαβάζαµε µαζί.
Κάποτε την ωρα του µαθήµατος (το µάθηµα ήταν σχετικό µε τον Εθνικό Ύµνο) η Ασπασία πολύ σοβαρά γυρίζει κα µε ρωτάει , ζει ο Σολωμός?
Εγώ (παρ’ όλο που είχα µάθει να προσέχω από τον Μποτίνη, δεν σκέφτηκα ότι δε έπρεπε να γελάσω µε αυτή την ερώτηση και έτσι έπρεπε να απαντήσω στον κύριο Καλλιµάνη γιατί εγέλασα.
Επειδή δεν ήθελα να θίξω την Ασπασία , προσπαθούσα να βρω δικαιολογία αλλά η Ασπασία που ήταν πάντα ειλικρινής και υπεύθυνη για τις πράξεις της , απάντησε αµέσως : εγώ κύριε καθηγητά την ερώτησα αν ζει ο Σολωµός µε αποτέλεσµα να γελάσει όλη η τάξη και να τιµωριθούμε και οι δυο και να γράψωµε τον Εθνικό Ύµνο 50 φορές η κάθε µία...
Ο Καλλιµάνης ήταν ο πιο αγαπητός καθηγητής για µένα και εκτός του µαθήµατος νοµίζω πως οι συµβουλές του σχετικά µε τη ζωή , για εµένα τουλάχιστον , ήσαν τα θεµέλια στις αρχές που ακολούθησα στη ζωή µου.
Ο κύριος Παπανδρέου εκτός από τη γυµναστική έκανε και µάθηµα υγιεινής. Λοιπόν µας εδίδασκε ότι το πρόγευµα είναι πολύ απαραίτητο και πρέπει να τρώµε καλά το πρωί
. Τα περισσότερα , βέβαια , παιδιά δεν είχαν τα απαραάτητα φαγητά και µάλιστα τα παιδιά από τα γύρω χωριά , που έπρεπε να φροντίζουν µόνα τους µακριά από το σπίτι τους. Τέλος πάντων , για να µας δείξει τι θα πει καλό πρωινό , ερώτησε το Σπύρο τον Καραµήτσο τι τρώει το πρωί . Ο Σπύρος βέβαια όχι µόνο ήταν από εύπορη οικογένεια , αλλά είχε και τη µαµά του που οπωσδήποτε του ετοίµαζε το πρωινό του.
Από κάποια εκδρομή
Ο Σπύρος λοιπόν απάντησε : κακάο, φρυγανιά….ο Παανδρέου του λέει , να τρως και ένα αυγό...εµείς ακούγαµε και βέβαια ο καθένας θα σκεφτόταν τι τρώει το πρωί…..ο Θόδωρος Νταλάκας , από τη Μηλιά, σήκωσε το χέρι..εγώ κύριε καθηγητά τρώγω τυρί και ψωµί…..
∆εν ξέρω αν ο καθηγητής κατάλαβε πως θα µπορούσε µε καλύτερο τρόπο να εξηγήσει το µάθηµα , αλλά αν έριχνε κανείς µια µατιά στο Σπύρο που ήταν κάπως αδύνατος και στο Νταλάκα µε τα ροδοκόκκινα µάγουλα θα πίστευε πως το τυρί και το ψωµί ήταν πολύ καλή τροφή...
.Με Αγάπη
Τασία