Θωμάς Σιταράς
«"Ένας άνθρωπος έχων εις το Φάληρον οικόπεδον, το οποίον δεν του είχε καταπατήσει κανείς συγγενής πολιτευομένου, ειδοποιήθη προ ημερών, ότι του κατεπατήθη από ένα Φαληριώτην περιβολάρην»
«Κατέβη λοιπόν εις το Φάληρον και είδεν εις το οικόπεδόν του οικοδομάς, παραπήγματα, σανίδας και οικογένειαν ολόκληρον εγκαθιδρυμένην εκεί.
Αφού εζήτησεν από τον καταπατητήν περιβολάρην να φύγη και αυτός ηρνήθη, αφού έτρεξεν εις δικηγόρους, ειρηνοδικεία, μπράβους, μαγκουράδες και φίλους και είδεν ότι ήτο αδύνατον να τα βγάλη πέρα, παρουσιάσθη εις τον αστυνόμον Πειραιώς και του είπε:
-Μου κατεπάτησαν το τάδε κτήμα μου• αν και αυτό δεν υπάγεται εις την δικαιοδοσίαν σας και τα καθήκοντά σας, σας παρακαλώ να με προστατεύσετε...
Ένας άλλος υπάλληλος του Κράτους θα έδειχνεν εις τον παραπονούμενον τους Νόμους, θα επεκαλείτο τους θεσμούς, το εμπράγματον δίκαιον, το Σύνταγμα, το άρθρον τέσσαρα και την παράγραφον πέντε και θα άφινε τον περιβολάρην εις το κτήμα και τον κύριον του κτήματος εις τα βάσανά του.
Ο αστυνόμος Πειραιώς όμως, εσηκώθη, εφόρεσε το σπαθί του και το καπέλλο του, επήγε εις το Φάληρον, εφώναξε τον αντάμην καταπατητήν και του είπε:
-Ρε ή φεύγεις απ'εδώ ή σου κόβω αύριο το πρωί τ'αυτιά.
-Μα κύριε αστυνόμε, είνε δικό μου, εγώ... ξέρετε...
-Δικό σου ξεδικό σου, θα σε βάλω φυλακή αύριο πρωί.
Την άλλην ημέραν το πρωί, ο καταπατητής είχεν αφήσει το κτήμα ελεύθερον.
Όταν ο άνθρωπος εγύριζε μαζί με τον αστυνόμον εις το τμήμα, παρευρέθη εις άλλην σκηνήν.
Ένας οικογενειάρχης πτωχός, επερίμενεν εκεί με ένα ταβάν (σ.σ. ταψί), ο οποίος περιείχε ένα κάρβουνο μέσα.
-Τι είνε αυτό μωρέ, του είπεν ο αστυνόμος.
-Γκιουβέτσι.
-Αυτό μωρέ είνε κάρβουνο.
-Λοιπόν κύριε αστυνόμε, εγώ τρώω κρέας μια φορά το μήνα• είνε να μου το κάνη έτσι ο φούρνος;
-Ο φούρνος τώκανε;
-Ο φούρνος.
Ο αστυνόμος έστειλε και εφώναξε τον φούρναρην και επί παρουσία του ηρώτησε τον άνθρωπον με το γκιουβέτσι:
-Πόσο σου κοστίζει το φαΐ;
-Τρεις και σαράντα.
-Δώσε τρεις και σαράντα στον άνθρωπο που τούκαψες το φαΐ.
-Τι λες, κύριε αστυνόμε;
-Πάρτε τον μέσα.
Εις δύο λεπτά της ώρας, ο φούρναρης επλήρωσεν, ο άνθρωπος με το γκιουβέτσι επήρε τα λεπτά και αγόρασε άλλο κρέας και ο αστυνόμος εγύρισε και είπεν εις τον φίλον μου:
-Τι να σας πω• αν δεν κάνη κανείς έτσι τη δουλειά του δεν μπορεί να τα βγάλη πέρα. Ο Ρωμηός μόνο φυλακή φοβάται και ξύλο».
("Χρόνος", Σεπτέμβριος 1910)