της Ιωάννας Δενδραμή
Από την παιδική μου ηλικία παρατηρούσα τα χέρια των παππούδων της γειτονιάς του χωριού που μεγάλωσα. Τους δικούς μου δεν γνώρισα. Έφυγαν πολλοί νέοι.
Κι έτσι είχα τους παππούδες της γειτονιάς δικούς μου. Μεταξύ τους πρώτος ήταν ο παπά – Μιχάλης. Ο καλός και γλυκός παππούλης που με βάφτισε και δεν μας ξεχώριζε όλα τα παιδάκια από τα ίδια του τα εγγονάκια.
Μετά ο παππούς ο Θόδωρος κι ο παππούς ο Σίτος.
Του παππούλη τα χέρια είχαν σημάδια σκληρής δούλεψης στη γη, μα κι άρωμα ευωδιαστό, το άρωμα της Ιερωσύνης. Χέρι δεξί καταφιλημένο και καταξιωμένο από τη μικρή κοινωνία του χωριού.
Χέρια που έπιαναν τα χέρια των συγχωριανών του και τα στήριζαν σε δύσκολες εποχές για την πατρίδα.
Σε μέρες ειρήνης οδηγός στο καλό. Τα χέρια του παπά – Μιχάλη. Δεν ξέρω αν τα παρατήρησε άλλος τόσο πολύ, ούτε αν έχουν τυπωθεί σε μνήμες ζωής άλλου χωριανού τόσον αλλοίωτα.
Ακόμη δεν ξέρω αν στην ίσαμε σήμερα ζωή μου έχω επάνω μου την ευλογία τους…
Τα χέρια του παππού Θόδωρου, του αδελφού της γιαγιάς μου, ήταν πολύ σκληρά. Δεν είχαν ίχνος από απαλότητα. Δούλευε τον πηλό.
Έφτιαχνε με χώμα και νερό τα αγγειά της ζωής του χωριού μας. Πίναμε από τις στάμνες του ευλογημένο νεράκι από τις βρύσες του χωριού.
Τη Γαλανή, την Κερασιά, την Μπακαλίκ, την Πλαϊνή, του Καραπέτσα, το Αναβρυκό, του Παπαναστάση, την Παληά.
Ο παππού Θόδωρος ήταν πάντα, όλες τις ώρες της ημέρας, καταϊδρωμένος. Όλο σφούγγιζε τον ιδρώτα του προσώπου του με ένα μαντήλι. Ένα μαντήλι λασπωμένο.
Τα χέρια του παππού Θόδωρου ήταν ασταμάτητα. Είχε και στραγαλοποιείο.
Έφτιαχνε το ρεβύθι στραγάλι. Μοσχοβόλαγε η γειτονιά. Μοσχοβόλαγε ο τόπος του πατρικού της γιαγιάς μου. Μοσχοβόλαγαν οι τσέπες μου που ήταν πάντοτε γεμάτες στραγάλια για μένα, για τις μικρές μου φίλες, την ξαδέλφη μου.
Τα χέρια του παππού Θόδωρου τα πρωτοείδα σταυρωμένα όταν τον χαιρετήσαμε όλοι κλαίγοντας για τελευταία φορά.
Τα χέρια του παππού Σίτου ήταν τραχειά και μεγάλα.Τα θυμάμαι πως έστριβαν το χαρτάκι για τον καπνό του και καθώς μου διηγόταν μεγάλες ιστορίες ή όταν τραγουδούσε αποκλειστικά για μένα «το παπάκι» και στο τέλος του τραγουδιού έστριβε όλος ευχαρίστηση το τεράστιο τσιγκελωτό μουστάκι του. Ήταν πολύ γέρος. Δεν τον είχα δει ποτέ με ρούχα δουλειάς να γυρίζει στο σπιτάκι του.
Αυτά τα χέρια αυτών των παππούδων, μου κράτησαν το μικρό μου χέρι χιλιάδες φορές. Κι εγώ φίλησα αυτά τα χέρια άλλες τόσες. Έτσι έμαθα από τη γιαγιά μου. Έτσι έκαναν τότε.
Και τα παιδιά τους τούς προσφωνούσαν πατέρα, όλο σέβαση. Όταν μιλούσαν αυτοί οι παππούδες, είχαν δεν είχαν δουλειές οι άλλοι στο σπίτι έπεφτε συναγερμός.
Μιλούσαν αργά, σταθερά, λόγια σοφά. Τίμια λόγια έβγαιναν απ’ τα στόματά τους.
Παππούδες που έζησαν φτωχοί και πέθαναν έτσι.
Με μόνον πλούτο το έργο τους. Τον απολογισμό τους. Φτιάχνοντας σπίτια για την οικογένειά τους.
Το κεραμίδι τους. Το κεραμίδι. Όταν το άκουγες, ήταν σαν να μιλούσαν για θεόρατο παλάτι. Το
έλεγαν με καμάρι. Φτιάχνοντας το λιγοστό τους κλήρο παράδεισο, σκληρά δουλεμένο.
Είτε με το στάρι, ή το αραποσίτι, ή τον καπνό, ή το τριφύλλι, ή τ’αμπέλι, ή την ελιά, ή τη μουριά για τον «μποντίνο».
Το μεταξοσκώληκα. Μ’ αυτά έβαλαν τη «συρμαγιά» για να κάνουν τους γάμους και τις προίκες των παιδιών τους.
Μ’ αυτά δούλεψαν μια ζωή.
Σ’ αυτά άφησαν τα χέρια τους τ’ αποτυπώματά τους.
Στο Δισκοπότηρο, στο υνί,στον τροχό, στα γκέμια.
Χέρια ανθρώπων άσκυφτων, υπερήφανων, αγωνιστών της ζωής, που γονάτιζαν μονάχα στα «Σα εκ των Σων Σοι προσφέρομεν».
Ποτέ και πουθενά αλλού δεν έπεφταν ταπεινοί. Πουθενά και ποτέ δεν άπλωναν. Μονάχα για τη δοξασία του Μεγαλοδύναμου. Κι έπαιρναν από τον Παντοκράτορα και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα.
Αγόγγυστα.
Ευγνώμονες για το λίγο. Ακόμη και για το καθόλου. Για το θανατικό του παιδιού τους, για το διωγμό, για τον πόνο.
Χέρια που κράτησαν λαμπάδες Ανάστασης για πάνω από μισόν αιώνα. Χέρια που πήραν και το όπλο όταν το έπρεπε η τιμή της Πατρίδας.
Χέρια που έδωσαν αλληλεγγύη και συμπαράσταση στα δύσκολα του αδελφού. Χέρια που σκάλισαν τη ζωή. Τη σμίλεψαν. Την έκαναν μνημείο και κληρονομιά στο αύριο, στο αιώνιο.
Αγράμματων ανθρώπων χέρια που άφησαν τόμους αποφθεγμάτων για όσους από μας θέλουν και ξέρουν να βλέπουν την προσφορά τους.
Από δύο μόνον χέρια. Από δύο παλάμες. Από δέκα δάκτυλα. Βγαίνει ο απολογισμός μιας ζήσης, μιας βιωτής. Στο Θεό και στον άνθρωπο.
Σου επρόσφερα…
.
Περιοδικό To Tάλαντο
Iερά Μητρόπολις Λαρίσης και Τυρνάβου
Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2010, Έτος 14ο – Τεύχος 81ο