Η πρόσοψη του Ναού των Αγίων Αναργύρων όπως διατηρείται σήμερα.
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Ο καλαίσθητος ναΐσκος των Αγίων Αναργύρων, στη νοτιοανατολική πλευρά της πλατείας Κουμουνδούρου στην Αθήνα, προς την οδό Πειραιώς, ανήμερα της γιορτής του είχε εφέτος λιγότερη κινητικότητα από τα προηγούμενα χρόνια. Ο μικρός αυτός ναός συμπληρώνει εφέτος 118 χρόνια ζωής, είναι ο μόνος που γνώρισε την πραγματική εξέλιξη της αθηναϊκής κοινωνίας και κατέχει μια πρωτιά: Στον ναΐσκο αυτόν έχουν βαφτιστεί τα περισσότερα παιδιά από κάθε άλλο ναό, μικρό ή μεγάλο, σε όλη την Ελλάδα! Ανήκει στο Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών, το οποίο για μία περίπου εκατονταετία στεγαζόταν στο παρακείμενο επιβλητικό κτίριο που φιλοξενεί ακόμη τη Δημοτική Πινακοθήκη.
Οι πληροφορίες χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου ή τις κράτησαν καλά κρυμμένες τα δεκάδες χιλιάδες παιδιά που γνώρισαν τη ζωή και απόκτησαν τις πρώτες εντυπώσεις τους στα όρια μιας πλατείας και στην εξώθυρα ενός μικρού ναού. Ήταν τα «έκθετα» παιδιά, απόρροια των κοινωνικών συνθηκών και της φτώχειας που γνώρισε η ελληνική κοινωνία, και όσα ακόμη επιζούν φροντίζουν κάθε χρόνο, ανήμερα της γιορτής τους, να ανάβουν ένα κεράκι στον Ναό των Αγίων Αναργύρων, την εκκλησία όπου άφησαν τα παιδικά όνειρα και τις πρώτες εντυπώσεις τους από τη ζωή.
Το κτήριο του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών επί της οδού Πειραιώς, σήμερα Δημοτική Πινακοθήκη.
Το Δημοτικό Βρεφοκομείο
Το Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών ιδρύθηκε το 1859. Υπήρξε το πρώτο ίδρυμα προστασίας για το εγκαταλελειμμένο βρέφος και τη θηλάζουσα μητέρα. Για μία εκατονταετία καθίσταται ίδρυμα για το Παιδί με πανελλήνιο χαρακτήρα. Ενάντια σε κάθε λογική και νομικό ορισμό, συγκέντρωνε τα εγκαταλελειμμένα παιδιά ολόκληρης της Ελλάδος, φρόντιζε για την προστασία και την επιβίωσή τους, ιδιαίτερα στις περιόδους εθνικών κρίσεων. Από το 1945 και μετά, η κοινωνική πρόοδος και η προσαρμογή του Ιδρύματος στις διεθνείς προδιαγραφές του επιτρέπουν να εισέλθει σε μια νέα φάση και να αναζητήσει τον καινούργιο ρόλο του, αποφορτιζόμενο πλέον από τον πανελλήνιο χαρακτήρα του. Η αναδιάταξη των σκοπών του εγκαινιάζεται με τη δημιουργία δικτύου Παιδικών Σταθμών, το οποίο ισομερώς αναπτύσσεται σε όλη την πρωτεύουσα.
Ο Παντοκράτωρ του Ναού. Έργο του αγιογράφου Ζαχαρία Αγραφιώτη.
Η ανέγερση του ναού
Τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του το Δημοτικό Βρεφοκομείο στεγαζόταν σε διάφορα σπίτια της πόλης των Αθηνών. Λειτουργούσε χάρη στις προσφορές μιας δράκας πλούσιων Ελλήνων του εσωτερικού και του εξωτερικού και μιας ομάδας γυναικών που αφιέρωσαν τη ζωή τους στα εγκαταλελειμμένα παιδιά. Λόγω των συνθηκών της εποχής, οι απώλειες σε παιδικές ζωές ξεπερνούσαν κάθε πρόβλεψη αλλά και τα όρια της λογικής. Στα δύσκολα χρόνια του 19ου αιώνα, ακόμη και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, υπήρξαν χρονιές που η βρεφική θνησιμότητα έφθανε το 60 ή το 70%. Ωστόσο, οι δυσκολίες δεν μπορούσαν να ανατρέψουν τις χριστιανικές συνήθειες. Τα χιλιάδες παιδιά του Βρεφοκομείου έπρεπε να βαφτίζονται ή να φεύγουν από τη ζωή ως χριστιανοί.
Όταν λοιπόν το Δημοτικό Βρεφοκομείο απέκτησε (1874) το δικό του κτίριο, απασχολούσε και έναν ιερέα για τις ανάγκες του. Παρά τις δυσχερέστατες οικονομικές συνθήκες, ήδη από το 1887 αρχίζουν οι συζητήσεις για την ανέγερση ναού και χρειάσθηκαν έξι χρόνια μέχρι να προωθηθούν οι απαραίτητες διαδικασίες από τον μηχανικό του Δήμου Αθηναίων Σταμάτη Λάρδη, ο οποίος κατάρτισε και τα σχέδια του ναού. Οι δυσχέρειες άρθηκαν όταν άπλωσε το φιλάνθρωπο χέρι της η βασίλισσα Όλγα, η οποία φρόντισε το 1892 να θεμελιώσει το μικρό ναό, εκεί όπου μέχρι τότε υπήρχαν παραπήγματα με πλυντήρια για τις ανάγκες του Βρεφοκομείου.
O «Άρχων Μιχαήλ» του αγιογράφου Γ. Β. Αντωνιάδη, έργο του 1894.
Η αγιογράφηση
Η πλατεία Κουμουνδούρου ήταν ακόμη μια απέραντη αλάνα και ο ανοιχτός ορίζοντάς της έφτανε μέχρι τη σημερινή πλατεία Δημαρχείου. Ο θεμέλιος λίθος που βρίσκεται κάτω από τα θεμέλια γράφει: «Βασιλεύοντος των Ελλήνων Γεωργίου του Β΄/Η του Δημοτικού Βρεφοκομείου Προστάτις Βασίλισσα Όλγα/τον θεμέλιον του Ναού τούτου λίθον/ιδία χειρί κατέθετο/τη ΙΒ΄ Νοεμβρίου του Σωτηρίου έτους ΑΩΡΒ/ ευλογούσης της Εκκλησίας…». Η ανέγερση του Ναού ολοκληρώθηκε το 1893 από τον εργολάβο Εμμανουήλ Μπρέρε και από τότε συνεχίζει τη λειτουργία του μέχρι
σήμερα.
Με την αγιογράφηση του ναού ασχολήθηκαν σπουδαίοι Έλληνες, όπως οι Νικηφόρος Λύτρας, Σπύρος Προσαλέντης και Νικόλαος Ξυδιάς που έκριναν τις αγιογραφίες. Ανάμεσά τους και ο Άγιος Ιωάννης του Γεώργιου Αντωνιάδη. Τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα συνέχισε την αγιογράφηση ο Ζαχαρίας Αγραφιώτης, που φιλοτέχνησε τον Παντοκράτορα, οκτώ Αποστόλους, δύο Ευαγγελιστές, τον Ιωάννη και τον Ματθαίο, και διακόσμησε τον τρούλο, χρύσωσε το πλαίσιο των προφητών, διακόσμησε το στρογγυλό περίζωμα κάτω από τον τρούλο και συμπλήρωσε τη διακόσμηση του τόξου κάτω από την Πλατυτέρα. Ο ίδιος φιλοτέχνησε τις εικόνες των Τριών Ιεραρχών και του Αγίου Μανδηλίου του Χριστού. Η αγιογράφηση συνεχίσθηκε το 1920 από τον Ν. Καρακαλπάκη.
Δύο φορές το χρόνο, την 1η Ιουλίου και την 1η Νοεμβρίου, στη μικρή αυτή γωνιά της ελληνικής γης, στο κέντρο της πρωτεύουσας, ρομαντικοί ιερείς επιμένουν να τηρούν την παράδοση. Αφιερώνουν εσπερινούς, λειτουργίες και ακολουθίες στις μικρές ανθρώπινες ψυχές που έφυγαν άδικα ή πρόωρα από τη ζωή ή γνώρισαν τη θαλπωρή και τη χριστιανική πίστη στα λίγα τετραγωνικά του Ναού των Αγίων Αναργύρων της πλατείας Κουμουνδούρου. Μόνο που κάθε χρόνο και λιγότεροι είναι πλέον οι υπερήλικες που σύρουν τα κουρασμένα βήματά τους στα σκαλιά του ναού όπου βαφτίστηκαν.