Εκείνοι που πήραν τους πρόσφυγες στο σπίτι τους και εκείνοι που τους έδιωξαν
Οι δύο φωτογραφίες τραβήχτηκαν την ίδια ημέρα από δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Η πρώτη από τον φωτογράφο του SOOC, Αλέξανδρο Μιχαηλίδη, στην πλατεία Βικτωρίας. Εκεί κάνουν στάση πάρα πολλοί μετανάστες και πρόσφυγες πριν συνεχίσουν το ταξίδι του για μια καλύτερη ζωή. Μια φωτογραφία τυχαία ανάμεσα σε πολλές που απεικονίζουν το ίδιο πράγμα: τις άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες καλούνται να ζήσουν άνθρωποι που έχασαν τα πάντα.
Η άλλη τραβήχτηκε στα Σεπόλια. Στο σπίτι της Αριάδνης Θεοδοσιάδου, που πήρε την ίδια οικογένεια που βρεχόταν στην πλατεία Βικτωρίας και της πρόσφερε φαγητό, ζεστό μπάνιο και το κυριότερο, ανθρωπιά.
Δύο φωτογραφίες που κάλλιστα θα μπορούσαν να φέρουν τον τίτλο «το πριν και το μετά»…
Η Αριάδνη κοινοποίησε τις φωτογραφίες στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebookγράφοντας ότι σε όσους χρησιμοποιούν κατά των μεταναστών και των προσφύγων το επιχείρημα «τότε να τους πάρεις στο σπίτι σου» , η απάντηση της είναι «εγώ τους πήρα».
Όπως μας εξηγεί μιλώντας στην HuffPost Greeceο στόχος είναι να παραδειγματιστούν όλο και περισσότεροι άνθρωποι.
Και μας αφηγείται: «Όλο αυτό ξεκίνησε όταν βλέποντας τις ειδήσεις, συνειδητοποίησα ότι εγώ κάθομαι στη ζεστασιά του σπιτιού μου και δίπλα μου ζουν άνθρωποι σε αντίξοες συνθήκες. Ήταν ένα βράδυ που έβρεχε πολύ. Το θεώρησα απάνθρωπο να κάθομαι και να μην μπορώ να βοηθήσω. Έτσι, το επόμενο πρωί πήγα στην πλατεία Βικτωρίας. Πήρα από το σπίτι μου ρούχα και από το σούπερ μάρκετ κάποια τρόφιμα. Αυτό που αντίκρισα ήταν συγκλονιστικό. Παιδιά κάθε ηλικίας, μητέρες, να είναι βρεγμένοι, σε άθλιες συνθήκες… Μοίρασα τα ρούχα και τα τρόφιμα και τότε με πλησίασε ένα παιδί από την Συρία που προφανώς είναι χρόνια στην Ελλάδα –μιλούσε ελληνικά- αλλά ήταν εκεί, μάλλον για να βοηθήσει και εκείνος. Του ζήτησα σαν χάρη να μεταβιβάσει σε αυτούς τους ανθρώπους εάν κάποια οικογένεια θέλει να έρθει στο σπίτι μου να φιλοξενηθεί. Ήταν κάτι τελείως αυθόρμητο. Σκεφτόμουν ότι ήταν το λιγότερο που μπορούσαν να κάνω βλέποντας όλη αυτή την κατάσταση».
Εκείνος, όπως ήταν αναμενόμενο, γύρισε πίσω με 30-40 άτομα. Ποιόν να πρωτοπάρεις;
«Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι η μέγιστη προτεραιότητα μου ήταν τα παιδιά. Και έτσι πήρα την πρώτη οικογένεια που είδα. Ήταν μια μητέρα η οποία είχε έναν 21χρονο γιο και μια κόρη περίπου 20 χρονών, που είχε και εκείνη δύο κορίτσια, το ένα 6 μηνών και το άλλο περίπου 7 χρονών».
Τις ώρες που πέρασαν στο σπίτι της Αριάδνης δεν επικοινώνησαν με λέξεις –οι φιλοξενούμενοι της δεν μιλούσαν αγγλικά ούτε εκείνη την γλώσσα τους. Δεν μπόρεσε να μάθει την ιστορία τους, τι τους ανάγκασε σε αυτό το δύσκολο –και με απάνθρωπες συνθήκες- ταξίδι, πως μια τόσο νεαρή κοπέλα έχει ένα τόσο μεγάλο παιδί, ποιος είναι ο προορισμός τους.
«Μιλούσαμε ουσιαστικά τη γλώσσα του σώματος, με νεύματα και κινήσεις των χεριών, αλλά συνεννοηθήκαμε άψογα. Ακόμη και για το ζεστό νερό του θερμοσίφωνα. Όταν και εκείνοι άρχισαν να νιώθουν πιο άνετα, βγήκε κάτι μαγικό από όλο αυτό».
Δεν ξέρει καν από πού ήρθαν.
«Δεν ρώτησα και δεν με ενδιέφερε. Το να ρωτήσω τι είναι και από που είναι δεν έχει νόημα. Είναι και ρατσιστικό. Όταν θέλεις να προσφέρεις την βοήθειά σου δεν ζητάς ταυτότητα. Εγώ είδα μωρά βρεγμένα, δεν θα ρωτήσω από που είναι, θα τα πάρω να τα προφυλάξω».
Πως ένιωσες;
«Ένιωσα πάρα πολύ όμορφα. Γιατί χάρισα χαμόγελα σε ανθρώπους που έχουν περάσει πολλά. Τα παιδιά δεν σταματούσαν να γελάνε».
«Ο λόγος που το κοινοποίησα», συνεχίζει «είναι γιατί αισθάνθηκα ότι θα πρέπει να παραδειγματιστούν και άλλοι. Αυτό που έκανα με τόσο αυθορμητισμός να το κάνουν οι άλλοι. Μόνο με μένα δεν θα αλλάξει κάτι. Αν όμως το έκαναν πολλοί, η πλατεία δεν θα είχε παιδιά να μένουν στο δρόμο».
Δεν ένιωσες φόβο;
«Να φοβηθώ για την σωματική μου ακεραιότητα; Όχι, δεν φοβήθηκα. Όταν έχεις να κάνεις με μητέρες και παιδιά δεν έχεις να φοβηθείς κάτι. Πάντα όμως τηρώντας τους κανόνες ασφάλειας και υγιεινής».
Μετά την κοινοποίηση στο Facebook, η Αριάδνη δέχτηκε πολλά μηνύματα και σχόλια. Πολλά θετικά, που έδειχναν ότι ευαισθητοποιήθηκε πολύς κόσμος. «Με ρωτούσαν τι να κάνουν που θέλουν και εκείνοι να βοηθήσουν, που να πάνε πράγματα. Μου έδωσε απεριόριστη χαρά. Και σκέφτηκα ότι αυτός ο τόπος έχει ελπίδα».
Δέχτηκε όμως και κακεντρεχή σχόλια. Όπως για παράδειγμα γιατί δεν βοήθησε Έλληνες που πεινάνε.
Σε αυτούς απαντά: «Εμείς οι Έλληνες που είμαστε απόγονοι του Ξένιου Δία θα πρέπει να δώσουμε το καλό παράδειγμα και να ανοίξουμε τα σπίτια μας σε όσους έχουν ανάγκη. Σε Έλληνες που δεν έχουν να φάνε, σε πρόσφυγες κατατρεγμένους που δεν έχουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους, σε αδέσποτα ζώα που έξω στους δρόμους βασανίζονται. Ας μην γινόμαστε κριτές των πάντων και ας βρούμε την ανθρωπιά που όλοι έχουμε μέσα μας. Μόνο έτσι αυτός ο τόπος θα γίνει καλύτερος. Με την αγάπη».
Θα το ξαναέκανες;
Φυσικά. Το έχω ξανακάνει
Το απάνθρωπο πρόσωπο της κοινωνίας μας
Η περίπτωση της Αριάδνης δεν είναι η μοναδική γνωστή. Το σπίτι του σε αυτούς τους ανθρώπους που το έχουν ανάγκη το άνοιξε λίγες ημέρες αργότερα και ο Αλκης Πασπάτηςαπό τη Λέσβο και ανέβασε και εκείνος φωτογραφίες στο Facebook.
Ή οι περιπτώσεις των εθελοντών και των οργανώσεων που είναι δίπλα τους προσφέροντάς τους όλους αυτούς τους μήνες φαγητό και είδη πρώτης ανάγκης.
Αλλά ας μη γελιόμαστε. Αυτές οι περιπτώσεις δεν είναι ο κανόνας –ακόμη τουλάχιστον. Παρά το δράμα που βλέπουμε καθημερινά γύρω μας, ακόμη ακούγονται τα τραγικά στερεότυπα για τους «ξένους». Οι «λαθρομετανάστες» (το ακούσαμε πολλές φορές προεκλογικά και από το στόμα του Ευάγγελου Μεϊμαράκη), «θα μας κλέψουν», «να φύγουν», «να τους πάρετε σπίτια σας». Το τελευταίο παράδειγμα που μας θύμισε το απάνθρωπο πρόσωπο της κοινωνίας μας δεν είναι άλλο από το περιστατικό που περιέγραψε –επίσης στο Facebook- οΓιάννης Ανδρουλιδάκης.
Το Σάββατο που μας πέρασε.Που έξω γινόταν κατακλυσμός και οι πρόσφυγες της πλατείας Βικτωρίας –όσοι δεν είχαν μεταφερθεί στο Τάε Κβον Ντο- είχαν συνωστιστεί στην μικροσκοπική τέντα του υπαίθριου μανάβικου. Αρκετοί από τους ενοίκους της πολυκατοικίας του κ. Ανδρουλιδάκη αποφάσισαν να ανοίξουν την είσοδο της πολυκατοικίας για να διανυκτερεύσουν εκεί οι 50 περίπου άνθρωποι. Μεταξύ τους και μια οικογένεια με μωρά: η μικρή είχε 37,4. Όμως δεν έμειναν για πολύ. Ένας από τους ενοίκους –γύρο στα 30- πήρε τηλέφωνο την αστυνομία γιατί φοβόταν πως θα τον κλέψουν. Απαίτησε να τους διώξουν –παρά τις παραινέσεις αστυνομίας και άλλων ενοίκων- και έτσι έγινε.
Θα είχαν φύγει και εκείνοι για το Τάε Κβον Ντο εάν είχε επιτραπεί στον οδηγό του λεωφορείο του ΟΑΣΑ να επιστρέψει να πάρει και τους υπόλοιπους. Όμως ο διευθυντής του δεν τον άφησε γιατί «τα λεωφορεία δεν είναι για να μεταφέρουν λαθρομετανάστες», όπως του είπε –και διηγείται ο ίδιος στο Έθνος. Και όταν αποφάσισε να το πάρει παρά την θέλησή τους για να πάρει τους ανθρώπους από τη βροχή, του έστειλε την αστυνομία κατηγορώντας τον για κλοπή λεωφορείου. Χρειάστηκε η παρέμβαση του υπουργού Μεταφορών για να αφήσουν τον οδηγό και να βρουν προστασία στον σταθμό του ηλεκτρικού αυτοί οι άνθρωποι.
Τα δύο πρόσωπα της κοινωνίας είναι της ανθρωπιάς και του μίσους. Θα κλείσω όμως το κέιμενό μου με την ελπίδα που εκφράζει και ο κ. Ανδρουλιδάκης: «Όλες αυτές οι μέρες επιβεβαίωσαν ότι ο κόσμος μας είναι γεμάτος υπέροχους ανθρώπους, που στο τέλος θα τον αλλάξουν».
http://news247.gr/