Θωμάς Σιταράς
Εμείς εδώ δεν ήλθαμε να φάμε και να πιούμε, μόνον σας αγαπούσαμε κι'ήλθαμε να σας δούμε
Οι πρόγονοί μας ήταν ιδιαίτερα κοινωνικοί. Κάθε ονομαστική γιορτή έδινε αφορμή για όμορφες συναντήσεις συγγενών και φίλων όπου επικρατούσε κέφι, ενθουσιασμός, ανταλλάσσονταν οι τελευταίες πληροφορίες και γινόταν και οι σχετικές επιδείξεις πλουτισμού και επιτυχίας …Η γιορτή του Αγίου Δημητρίου φαίνεται να είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στο αθηναϊκό ημερολόγιο αν κρίνει κανείς και από τον αριθμό των σχετικών διαφημίσεων των ζαχαροπλαστείων.
Ας δούμε λοιπόν στην λεπτομέρεια πως περνούσε εκείνη η ημέρα:
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Αθηναίος ενός κάποιου κοινωνικού επιπέδου, ανοίγοντας πρωί-πρωί την εφημερίδα του, ήταν να διαβάσει στις κοσμικές στήλες ποιοι γιόρταζαν και ποιοι δε δεχόντουσαν επισκέψεις, ώστε να κανονίσει το εορταστικό πρόγραμμα της ημέρας.
Οι εφημερίδες της εποχής (βρισκόμαστε στο 1889) φρόντιζαν να τον ενημερώσουν πλήρως με ατελείωτες στήλες, γεμάτες ονόματα εορταζόντων και μη, κάθε φύλου, ηλικίας και κοινωνικής θέσης.
Πρώτα ξεκινούσε η στήλη με τα ονόματα των επισήμων: πολιτικών, διπλωματών, καθηγητών, επιστημόνων κ.ά.. "Σήμερον εορτήν του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλήτου, έγραφε η εφημερίδα στις 26 Οκτωβρίου 1889, εορτάζουσι οι κ.κ.Δημ. Βουλπιώτης, υπουργός, Δημ.Καλλιφρονάς, Δημ.Βότσαρης...".
Η επόμενη στήλη αφορούσε ανάμεικτα ονόματα: "Εορτάζει ο μικρός Μίμης Αντωνόπουλος, ο αιδεσιμότατος εφημέριος Αγίας Ειρήνης Δημήτριος, ο μικρούτσικος δισέγγονος του κ. Τ..., ο Μίμης του φαρμακοποιού κ. Α. Βασιλείου...".
Αφού τελείωναν οι άρρενες πάσης ηλικίας, ακολουθούσαν οι κυρίες και δεσποινίδες: "... Δήμητρα Σαραντοπούλου, η δεσποινίς Δημητρούλα-Τούλα, ανεψιά του αρχιεπισκόπου Κερκύρας, η Μιμήκα του φίλου κ. Καλαράκη, η Τιτίκα το κοριτσάκι που ξετρελλαίνει με την απαγγελία του...".
Ακολουθούσε η στήλη "Εορτάζουσιν εν Πειραιεί" και η στήλη "Εν Λαυρίω εορτάζουσι" και φυσικά, η απαραίτητη στήλη "Δεν εορτάζουσιν". Μ'αυτά και μ'εκείνα γέμιζε έτσι μισή εφημερίδα κι ο Αθηναίος μας ήταν τώρα πια προετοιμασμένος και προπάντων, ενημερωμένος. Και να ήθελε όμως να αγνοήσει κάτι, υπήρχε πάντα και η αγαπητή σύζυγος που συμβουλευόταν το δικό της ημερολόγιο κι επενέβαινε συμπληρωματικά:
-Άκουσε Κοσμά μου, μην ξεχάσης να πας και στου δασκάλου των παιδιών. Να περάσης και από την μαμή. Εορτάζει ο πατέρας της. Μη λησμονήσης τον Τάκη της θειάς Σμαράγδας και τη Δημητρούλα του Σκαναπίπα. Πες και ένα χρόνια πολλά στην κυρά Δημήτραινα που μας φέρνει τα ραδικοβλάσταρα. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι καταδεκτικός.
Η Αθήνα γιόρταζε έτσι συνεχώς. Στους δρόμους, στα κέντρα, στα μαγαζιά, στα γραφεία, στα σπίτια, άκουγες το "Χρόνια πολλά, να ζήσεις. Και του χρόνου!". Εξυπακούεται, βεβαίως, ότι κάθε ονομαστική γιορτή, γάμοι, βαφτίσια, κηδείες, μνημόσυνα, κατέληγαν σε ανεπίσημες αργίες στα γραφεία, ιδίως τα δημόσια:
-Ο κύριος Διευθυντής δεν είν'εδώ;
-Δεν θάρθη σήμερον. Εορτάζει η κυρία του.
-Μπορώ να δω τον κ. Προϊστάμενο;
-Πάει σε μια επίσκεψη...
***
Ας δούμε όμως και την άλλη πλευρά, εκείνη των εορταζόντων.
Τουλάχιστον μία βδομάδα πριν ξεκινούσαν οι προετοιμασίες: Βαψίματα, σφουγγαρίσματα, τινάγματα χαλιών, καθάρισμα επίπλων, ραψίματα φουστανιών, προετοιμασία ριζαλεύρων, αμυγδάλων, λιώσιμο εκλεκτού βουτύρου, γάνωμα κατσαρολών, κοσκίνισμα ψιλής ζάχαρης, κανέλας, μοσχοκάρυδου και τέλος, δανεισμός κάθε χρειώδους από τα συγγενικά και ιδίως, για ν'αποφευχθεί το κουβάλημα, από τα γειτονικά "φιλικά προσκείμενα" σπίτια.
Την ημέρα της γιορτής, όλη η οικογένεια βρισκόταν στο πόδι από τα βαθιά χαράματα για τις τελευταίες προετοιμασίες. Το αργότερο στις 10, όλος ο κόσμος ήταν έτοιμος για την "Επιθεώρηση του Σαββάτου", όπως λέγαμε στο στρατό. Κορδέλες, κορδελάκια, δαντελίτσες, ψεύτικα λουλούδια και ό,τι γυάλιζε, το έβρισκε κανείς στο θηλυκό προσωπικό της οικογένειας. Τα αγόρια, καινούργια παπούτσια... Ο κύριος του σπιτιού έβαζε την ρεδιγκότα του, που ήταν μερικώς τσαλακωμένη και μύριζε καμφορά, πιπέρι και καπνό. Η κυρία, αν δε φορούσε καινούργιο φόρεμα, φορτωνόταν υποχρεωτικά όλα της τα κοσμήματα. Εξυπακούεται ότι την προηγούμενη μέρα είχε επισκεφτεί τον κομμωτή της! Η υπηρέτρια, καινούργιες παντόφλες κι άσπρη ποδιά. Το σκυλάκι και η γάτα, μάλλινα φουντάκια στ'αυτιά ή κορδελάκια στο λαιμό!
Στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας τοποθετούνταν τα δώρα που έφερναν οι επισκέπτες: τα μπουκέτα λουλουδιών, σφιγμένα μέσα σε άσπρο γλασέ και δαντελέ χαρτί. Παραδίπλα οι τούρτες και οι πάστες, τα τηλεγραφήματα και τα εντός φακέλου επισκεπτήρια...
Η μαμά και οι μεγάλες κόρες περίμεναν στο σαλονάκι, ενώ ο πατέρας, πίσω από την πόρτα, ήταν "επί της υποδοχής". Μικρά και τετράποδα γύριζαν σαν τις σβούρες, ενώ τα παιδιά, όποτε έβρισκαν ευκαιρία, βουτούσαν τα δάχτυλα στα γλυκά...
-Τυχεροί είμαστε Προκόπη, έλεγε η σύζυγος κοιτάζοντας απ'το παράθυρο. Ο Θεός μας έκανε καλό καιρό.
-Νου-ζ-ωρόν μποκού ντε μοντ (τουτέστιν θα έρθει πολύς κόσμος), πρόσθετε η πάντοτε γαλλίζουσα πρωτότοκος κόρη.
κι ο πατήρ συμπλήρωνε με τα μοναδικά γαλλικά που ήξερε:
-Τρε βουί...
Μιλώντας για Θεό και καλό καιρό, να αναφέρουμε ότι πρώτος επισκέπτης ήταν πάντα ο παπάς της ενορίας! Εξαιρετικά καθαρός, χάριν της γιορτής, έμπαινε μεγαλόπρεπα με το μπαστούνι του και το κομπολόι του. Αμέσως μετά ακολουθούσε ο ασπασμός της δεξιάς και η υποχρεωτική απαγγελία ποιημάτων εκ μέρους των μικρών παιδιών. Μετά το δεύτερο κονιάκ, ακουγόταν και η σταθερή, κάθε χρόνο, ευχή του:
-Και στους γάμους της θυγατέρας σου!
Ακολουθούσε ο τακτικός δεύτερος επισκέπτης, ο φαρμακοποιός της γειτονιάς, ο οποίος επαναλάμβανε κάθε χρόνο την ίδια ατάκα:
-"Αν και δε με συμφέρει εν τούτοις εύχομαι σ'όλους σας σιδερένια υγεία".
Και μετά δεν προλάβαινε ν'ανοιγοκλείνει η πόρτα και να εισρέει πλήθος ολόκληρο από φίλους και συγγενείς, μέχρι 15ου βαθμού! Ο εορτάζων πρόσφερε στους επισκέπτες εκλεκτά γλυκίσματα και ποτά, αγορασμένα από τα ζαχαροπλαστεία και τα οινοπωλεία-κάβες της Αθήνας, ενώ όποιος ήθελε να κάνει οικονομία, προσέφερε γλυκά του κουταλιού ή γλυκά ταψιού, οικιακής κατασκευής.
Πολύς κόσμος έβγαζε λεφτά σε μεγάλες γιορτές, όπως αυτή του Αγίου Δημητρίου, που αναφέρουμε. Κατ'αρχάς οι αμαξάδες, που ήταν περιζήτητοι ιδιαίτερα το βράδυ. Έπειτα οι "μουζικάντες", οι οποίοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι που γιόρταζε κι έπαιζαν διάφορα τραγούδια, συντελώντας έτσι σε μια πιο πανηγυρική ατμόσφαιρα σ'ολόκληρη τη γειτονιά:
Εμείς εδώ δεν ήλθαμε
να φάμε και να πιούμε
μόνον σας αγαπούσαμε
κι'ήλθαμε να σας δούμε
Σ'αυτό το σπίτι πούρθαμεείνε σαν την Ευρώπηγιατί μας υποχρέωσανοι ευγενείς σας τρόποι
Μικρή λεπτομέρεια: Δεν ήταν λίγοι αυτοί που πήγαιναν στις επισκέψεις με τα πόδια, είτε γιατί καθόντουσαν κοντά -σχετική έννοια στην Παλιά Αθήνα-, είτε γιατί δε διέθεταν χρήματα για άμαξες ή συγκοινωνία. Αυτοί, λοιπόν, είχαν πάντα δύο μαντίλια στην τσέπη. Με το δεύτερο μαντίλι σκούπιζαν σχολαστικά τα παπούτσια τους προτού χτυπήσουν το κουδούνι του εορτάζοντος. Μην ξεχνάμε, ότι οι παλιοί Αθηναίοι είχαν φετίχ με το καθαρό παπούτσι!
(βασισμένο σε μια σειρά από πληροφοριακά άρθρα με γενικό τίτλο "Η Αθήνα μέσα σε 40 χρόνια" του Μιλτ. Λιδωρίκη, που δημοσίευσε η "Εστία" τον Μάρτιο του 1929)Θωμάς Σιταράς