Μετά το τέλος του εμφυλίου, ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων πήρε το δρόμο της προσφυγιάς. Υπολογίζονται έως και 80.000 οι πρόσφυγες που κατέφυγαν σε χώρες του ανατολικού μπλοκ. Πολλοί απ'αυτούς και τα παιδιά τους γύρισαν στην πατρίδα ύστερα από 30 χρόνια. Άλλοι δεν γύρισαν ποτέ (Φωτ.: από το βιβλίο του Θωμά Δρίτσιου «Από το Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά», Εκδ. «Δωρικός», 1983).
Ο 20ός αιώνας έχει αποκληθεί και «αιώνας των προσφύγων». Στην Ελλάδα η προσφυγιά δεν αφορά μόνο τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), αλλά και τη δεκαετία του '40. Ο Β'Παγκόσμιος Πόλεμος (1940-1944) και ο ελληνικός εμφύλιος (1946-1949) ξεσπίτωσαν εκατοντάδες χιλιάδες και αύξησαν τρομακτικά τον αριθμό των άμαχων θυμάτων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της UNRRA, από τα 880.000 θύματα πολέμου, οι 760.000 ήταν άμαχοι και αυτό εξαιτίας της ανάπτυξης της πολεμικής τεχνολογίας, που διαφοροποίησε τις πολεμικές τακτικές.
ΟΙ ΞΕΣΠΙΤΩΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Οι ανάπηροι του Αλβανικού Πολέμου, οι Κρήτες στρατιώτες που δεν πρόλαβαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους, όσοι άμαχοι έφυγαν από τις βουλγαροκρατούμενες περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, ειδικά μετά την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης στο Δοξάτο, μπορούν να θεωρηθούν οι πρώτοι πρόσφυγες της Κατοχής. Η έλλειψη τροφίμων και η μαύρη αγορά ανάγκασαν πολλούς να αλλάξουν τόπο κατοικίας για μικρό ή μεγάλο διάστημα, για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Πέρα από τους 60.000 Εβραίους που «χάθηκαν» μόνο από τη Θεσσαλονίκη, χιλιάδες άλλοι αναγκάστηκαν να αφήσουν το σπίτι τους για να βρουν ασφαλές καταφύγιο αλλού. Οι αντιστασιακοί που κινούνταν στην παρανομία των πόλεων, ήταν επίσης ανέστιοι. Άλλοι, που κυνηγήθηκαν, αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο στο βουνό. Είναι επίσης οι έγκλειστοι στα στρατόπεδα -Χαϊδαρίου, Παύλου Μελά, Λάρισας κ.ά-, στις φυλακές και στα κρατητήρια, οι όμηροι στη Γερμανία και όσοι τους έπαιρνε η Ειδική Ασφάλεια από τα σπίτια τους.
Το μεγαλύτερο όμως αριθμό ξεσπιτωμένων ή προσφύγων δημιούργησαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των κατακτητών. Το κάψιμο των σπιτιών ή ολόκληρων χωριών ως τακτική χρησιμοποιήθηκε από το 1941, εντάθηκε όμως μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943, από τους Γερμανούς και τους Έλληνες συνεργάτες τους. Ολόκληρα χωριά υποχρεώθηκαν να ζήσουν για μήνες ή και χρόνια στα βουνά ή σε καλύβες στους κάμπους. Αν και τα στοιχεία που υπάρχουν εμφανίζουν μεγάλες αποκλίσεις, υπολογίζεται ότι από τα 9.000 χωριά και κωμοπόλεις της Ελλάδας, 3.000 καταστράφηκαν εντελώς, έπαθαν ζημιές ή ερημώθηκαν από βομβαρδισμούς, εμπρησμούς και λεηλασίες. Τα εντελώς κατεστραμμένα σπίτια υπολογίζονται μεταξύ 88.000 και 140.000, ενώ άλλα τόσα περίπου υπέστησαν μερική καταστροφή.
1949. Παιδόπολη Λέρου. Οι νεαροί τρόφιμοι των Παιδοπόλεων, πολλοί από τους οποίους ήταν ανήλικοι αντάρτες του εμφυλίου που είχαν συλληφθεί σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, «αναμορφώνονταν» σ'αυτές και μάθαιναν μια τέχνη (φωτ.: Συλλογή Μ.Γ. Τσαγκάρη).
Την Απελευθέρωση ακολούθησε η μάχη της Αθήνας, τον Δεκέμβρη του 1944. Όσοι είχαν πολεμήσει ή σταθεί με το μέρος του Ε.Α.Μ./Ε.Λ.Α.Σ./Κ.Κ.Ε. εγκατέλειψαν την πόλη και δεν επέστρεψαν σ'αυτήν παρά την άνοιξη του 1945, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Αυτή την περίοδο, λόγω της λευκής τρομοκρατίας, παρατηρούνται δύο κύματα μετακινήσεων. Το ένα από την ύπαιθρο προς τις πόλεις, όπου οι αγωνιστές της αντίστασης θεωρούσαν ότι είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να μη συλληφθούν, και το άλλο προς τα βουνά, όπου κατέφυγαν ακόμα και ολόκληρες οικογένειες.
Μετά τις εκλογές του Μάρτη του 1946 οργανώθηκαν μεθοδικότερα οι εξορίες, και, στο τέλος του 1947, οπότε τέθηκε εκτός νόμου το ΚΚΕ, μετατράπηκαν σε «στρατόπεδα πειθαρχημένης διαβίωσης».
Πιεζόμενοι εκατέρωθεν στη διάρκεια του εμφυλίου, πολλές χιλιάδες κάτοικοι ορεινών περιοχών στις ζώνες των συγκρούσεων υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους καινά εγκατασταθούν σε πρόχειρους καταυλισμούς κοντά σε πόλεις, έως και το 1950. Είναι γνωστοί ως «ανταρτόπληκτοι». Στη φωτογραφία, «ανταρτόπληκτοι» σε καταυλισμό στο Δομοκό, το 1949 (Φωτ.: Συλλογή Ν.Ε. Τόλη).
Ο αριθμός των εξόριστων και των φυλακισμένων δεν είναι επακριβώς γνωστός, αφού τα κρατικά αρχεία παραμένουν κλειστά. Υπολογίζεται ότι από τη Μακρόνησο πέρασαν 50.000 έως 100.000 άνδρες. Το 1949, στο Τρίκερι ζούσαν εξόριστες 5.000 γυναίκες, που οι περισσότερες είχαν συλληφθεί «προληπτικά». Οι νεκροί της εμφύλιας σύγκρουσης υπολογίζονται μεταξύ 40.000 και 158.000. Για τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού που έπεσαν στις μάχες δεν συντάχθηκαν ληξιαρχικές πράξεις θανάτου και πολλοί έμειναν άταφοι.
Στη διάρκεια του Εμφυλίου, 700.000-750.000 κάτοικοι ορεινών χωριών της Θεσσαλίας και της Β. Ελλάδας υποχρεώθηκαν από τον κυβερνητικό στρατό να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να εγκατασταθούν σε παραπήγματα σε πόλεις.
Είναι γνωστοί ως «ανταρτόπληκτοι». Κάποιοι από αυτούς έζησαν έτσι έως και τρία χρόνια. Οι τελευταίοι επέστρεψαν στα ερειπωμένα χωριά τους την άνοιξη του 1950. Υπάρχουν επίσης 50.000-80.000 πρόσφυγες που γύρισαν μετά 30 χρόνια ή δεν γύρισαν ποτέ πίσω. Πρόκειται για άνδρες και γυναίκες, μαχητές του Δ.Σ., αλλά και για οικογένειες, ακόμα και ολόκληρα χωριά, που πέρασαν τα σύνορα και έζησαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες και στη Σοβιετική Ένωση.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ
Εντυπωσιακό στοιχείο όλης αυτής της αναστάτωσης, σε μια Ελλάδα που είχε πληθυσμό περίπου 7.000.000, ήταν η μετακίνηση των παιδιών.
Υπολογίζεται ότι ο Δ.Σ. μετέφερε 25.000-28.000 παιδιά στις Λαϊκές Δημοκρατίες, ενώ περίπου ίδιο αριθμό παιδιών μετέφερε ο κυβερνητικός στρατός στις 53 Παιδοπόλεις που είχαν ιδρυθεί από τον Έρανο «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος» ή, όπως είναι πιο γνωστός, τον «Έρανο της Βασίλισσας».
Η ηλικία των παιδιών έπρεπε να είναι 3-14 για όσα μετέφερε ο Δ.Σ. και 4-16 χρονών για τα παιδιά του Εράνου.
Τα ηλικιακά αυτά όρια δεν τηρήθηκαν. Και οι δύο στρατοί πήραν και μικρότερα παιδιά, συνήθως μαζί με τα αδέλφια τους, αλλά κυρίως μεγαλύτερα αγόρια. Ο Δ.Σ. αντιμετώπιζε πρόβλημα με τις εφεδρείες. Τα μεγαλύτερα γύρισαν, εκπαιδεύτηκαν και πολέμησαν. Επιπλέον, την ίδια εποχή (20-2-48) δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης ο Νόμος αριθ. 7, το άρθρο 3 του οποίου αφορούσε την επιστράτευση των γυναικών, γεγονός που επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι η απομάκρυνση των μικρών παιδιών διευκόλυνε τις νεαρές μητέρες που ζούσαν στις περιοχές δράσης του Δ.Σ., να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σ'αυτόν. Ο κυβερνητικός στρατός μετακίνησε «παιδιά» μέχρι και 20 χρονών. Η Συντονιστική Επιτροπή Διασώσεως και Περιθάλψεως Ελληνοπαίδων -η οποία είχε ιδρυθεί με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, μετά την πρωτοβουλία της βασίλισσας Φρειδερίκης να καλέσει στις 6 Μαρτίου 1948 τους υπουργούς Στρατιωτικών και Κοινωνικής Πρόνοιας, καθώς και τον υφυπουργό Εσωτερικών- επανειλημμένα ασχολήθηκε με το θέμα των μεγάλων παιδιών. Οι λύσεις που προκρίθηκαν ήταν η ίδρυση ειδικών Παιδοπόλεων (Καστρί, Προσκοπικός Καταυλισμός Ρόδου), αλλά τα παιδιά αυτά στάλθηκαν κυρίως στις Τεχνικές Σχολές του Εθνικού Ιδρύματος. Οι σχολές αυτές λειτουργούσαν με στρατιωτική πειθαρχία, «ανήκαν» στο βασιλιά, αλλά χρηματοδοτούνταν από τον Έρανο της Βασίλισσας. Το καύχημα του Εθνικού Ιδρύματος αποτελούσαν οι Βασιλικές Τεχνικές Σχολές Λέρου, όπου είχαν συγκεντρωθεί και οι κάτω των 20 χρονών αντάρτες του Δ.Σ. που είχαν συλληφθεί κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, για να «αναμορφωθούν» και να αποβάλουν «το κομμουνιστικό μικρόβιο», αλλά και να μάθουν μια τέχνη.
Ελληνόπουλα που, στη διάρκεια του εμφυλίου, είχαν μεταφερθεί προσφυγόπουλα στην Αγγλία, επιστρέφουν στην πατρίδα μετά τη λήξη των εχθροπραξιών. 4 Ιουλίου 1950 (Φωτ.: Συλλογή Ν.Ε. Τόλη).
Η απομάκρυνση των παιδιών από περιοχές αποκλεισμένες - και άρα άμεσα απειλούμενες από την πείνα- και συνεχώς βομβαρδιζόμενες, παρόλο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ανθρωπιστική ενέργεια, πήρε πολιτικές διαστάσεις. Το ζήτημα αποτέλεσε μέρος της στρατηγικής των εμπόλεμων και, λόγω της ευαισθησίας του, χρησιμοποιήθηκε στους πολιτικούς χειρισμούς του Ψυχρού Πολέμου. Η κυβέρνηση των Αθηνών χαρακτήρισε την ενέργεια της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης «παιδομάζωμα», «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» και «γενοκτονία». Έθεσε το ζήτημα στον ΟΗΕ -σε μια στιγμή που εβάλλετο, κυρίως από το σοβιετικό μπλοκ, για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (εκτελέσεις, βασανιστήρια, στρατόπεδα συγκέντρωσης)- και ζήτησε τον επαναπατρισμό των παιδιών.
Εκτός από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, το 1950 και το 1951, το θέμα συζητήθηκε και στην Επιτροπή για τη Θέση της Γυναίκας, ως Ζήτημα των Ελληνίδων Μητέρων που τα παιδιά τους δεν είχαν ακόμα επαναπατριστεί. Την Ελλάδα εκπροσωπούσε η Λίνα Τσαλδάρη, χήρα του αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος Παναγή Τσαλδάρη, «Εντεταλμένη Κυρία» στον Έρανο της Βασίλισσας. Επιπλέον, μέσω του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, η κυβέρνηση των Αθηνών κατέθεσε καταλόγους με ονόματα παιδιών και με αιτήσεις γονέων που αναζητούσαν τα παιδιά τους. Η Επιτροπή «Βοήθεια στο Παιδί» (ΕΒΟΠ), υπό την προεδρία του γιατρού Πέτρου Κόκκαλη, που είχε την ευθύνη για τα παιδιά που μεταφέρθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες, αμφισβήτησε την εγκυρότητα των καταλόγων. Στο Υπόμνημα της της 20ής Αυγούστου 1951 δήλωνε ότι, από τα 9.839 ονόματα που υπήρχαν στον κατάλογο, στις 552 περιπτώσεις και οι δύο γονείς του παιδιού ζούσαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες, σε 1.496 περιπτώσεις ο ένας γονιός ζούσε εκεί, 2.223 «παιδιά» ήταν πάνω από 18 χρονών, 2.484 ονόματα παιδιών δεν ήταν γραμμένα στις καταστάσεις της ΕΒΟΠ, 188 ονόματα ήταν διπλογραμμένα, για 2.650 παιδιά είχαν δοθεί ανεπαρκή στοιχεία, ενώ υπήρχαν και 213 πολύ χαρακτηριστικές περιπτώσεις αιτήσεων, όπως, π.χ. η περίπτωση τριών αδελφών από το Διδυμότειχο, που τα αναζητούσε ο πρώην συνέταιρος του πατέρα τους.
Ως το 1952, μόνο από τα 11.000 περίπου παιδιά που βρίσκονταν στην πρώην Γιουγκοσλαβία (είχε ήδη έλθει ο Τίτο σε διάσταση με τον Στάλιν) είχαν επιστρέψει περίπου 550. Το 1952 η ελληνική κυβέρνηση έπαψε να ζητεί τον επαναπατρισμό των παιδιών, γιατί, όπως είπε ο αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΗΕ, «μετά πέντε χρόνια κομμουνιστικής αναμόρφωσης» θα είχαν γίνει, σύμφωνα με τα λόγια του Ζαχαριάδη (22.12.1950), «μαχητές του στρατού που θα ελευθέρωνε την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό». Η τύχη των παιδιών αυτών συνδέθηκε με τους μαχητές του Δ.Σ. που κατέφυγαν στις χώρες του σοβιετικού μπλοκ.
Επαναπατρίσθηκαν, όσα επαναπατρίσθηκαν, μαζί με τους άλλους πολιτικούς πρόσφυγες, έπειτα από περίπου 30 χρόνια.
Στις Παιδοπόλεις της βασίλισσας έμειναν τα ορφανά και από τους δύο γονείς και τα «τούτοις εξομοιούμενα», δηλαδή τα παιδιά εξόριστων, φυλακισμένων και μαχητών του Δ.Σ. Τα υπόλοιπα επέστρεψαν στα χωριά τους το καλοκαίρι του 1950. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 τα περισσότερα από αυτά μετανάστευσαν ως «γκασταρμπάιτερ» στη Γερμανία, στα ορυχεία του Βελγίου ή εγκαταστάθηκαν στις μεγάλες ελληνικές πόλεις.
Τασούλα Βερβενιώτη (από το ένθετο της εφημερίδας Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, επτά ΗΜΕΡΕΣ της 21.11.1999)
http://anemourion.blogspot.gr
Πίσω στα παλιά