Image may be NSFW.
Clik here to view.

Αντωνη Καρκαγιαννη
28.10.2003ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Οταν κηρύχθηκε ο πόλεμος του 1940 ήμουν οκτώ ετών και μόλις είχα αρχίσει να πηγαίνω στη B΄ τάξη του Δημοτικού και εκείνο που θυμάμαι περισσότερο είναι η επιστράτευση των ζώων, των αλόγων και των μουλαριών και τον πολύ κόσμο στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λάρισας. Λογικά, θα έπρεπε να έχω μνήμες από τη ζωή και τον κόσμο πριν από τον πόλεμο, αλλά δεν έχω, παρά ελάχιστες αποσπασματικές εικόνες. Φαίνεται ότι εκείνη η ημέρα ήταν τόσο έντονη και δυνατή, ώστε έσβησε όλες τις προηγούμενες και φαίνεται ότι η μνήμη μου αρχίζει από τότε και με τον πόλεμο.
Ζούσαμε στη Λάρισα και ο πατέρας μου, που ήταν τότε 42 ετών και προς μεγάλη μου δυστυχία δεν επιστρατευόταν, πίστευε ότι η Λάρισα θα καταστραφεί ολοσχερώς και αμέσως από τους βομβαρδισμούς και όλοι οι κάτοικοί της θα σκοτωθούν. Μας σήκωσε, λοιπόν, την ίδια μέρα από το σπίτι, βιαστικά και χωρίς αποσκευές, πήραμε το τρένο και κατεβήκαμε στον σταθμό των Τεμπών και από κει στο χωριό μας, τα Αμπελάκια, τα οποία τα θεωρούσε ασφαλή, τουλάχιστον από τους βομβαρδισμούς. Εκεί ήταν που είδα να επιστρατεύονται τα ζώα, τα μουλάρια και τα άλογα.
Αλογα δεν είχαμε πολλά, γιατί το χωριό είναι ορεινό. Μουλάρια όμως και γαϊδούρια πολλά. (Προχθές που ήμουν πάλι εκεί είδα μόνο ένα μουλάρι να βόσκει στο χωράφι και δυο τρία γαϊδούρια, ενώ είναι οξύτατο το πρόβλημα για τη στάθμευση των αυτοκινήτων, των επισκεπτών και των κατοίκων). Κάπως έτσι αλλάζουν οι καιροί.
Η επιστράτευση στο χωριό, ανθρώπων και ζώων, ήταν διαφορετική από την εικόνα που αργότερα σχημάτισα για την επιστράτευση στην Αθήνα, όπου ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος και θορυβώδης. H επιστράτευση στο χωριό ήταν βουβή. Οι άνδρες σιωπηλοί έφευγαν βιαστικά, οι γυναίκες στέκονταν στις πόρτες, τους κοιτούσαν που έφευγαν και έκλαιγαν κι αυτές σιωπηλά. Οι πιο ηλικιωμένοι, της εφεδρείας, οδηγούσαν τα άλογα και τα μουλάρια, ασφαλώς σε κάποιον σταθμό συγκέντρωσης, αλλά το τελευταίο δεν το ήξερα και καθώς τους έβλεπα να περνούν από τον δρόμο νόμιζα ότι τα οδηγούν κατ'ευθείαν στον πόλεμο. Στο χωριό έμειναν μόνο τα γαϊδούρια, τα γερασμένα άλογα και τα γερασμένα μουλάρια. Από τους ανθρώπους που έφυγαν, γύρισαν οι περισσότεροι και μερικοί έμειναν εκεί. Από τα άλογα και τα μουλάρια δεν γύρισε ούτε ένα, όλα έμειναν εκεί.
Οι εικόνες που διατηρώ από τις πρώτες μέρες του πολέμου στο χωριό διαψεύδουν τις εικόνες της Αθήνας, παρ'όλο που οι τελευταίες αποτυπώνονται αδιάψευστα σε ντοκιμαντέρ, σε φωτογραφίες και σε περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων. Το ξεκίνημα για τον πόλεμο και ο χωρισμός από τους ανθρώπους, τα ζώα και τα πράγματα γίνεται στο σπίτι και πιστεύω ότι είναι πάντοτε σιωπηλός και ανήσυχος. Μετά μπαίνεις στο ποτάμι του πολέμου, όπου ο φόβος και η αυταπάρνηση, η ανάγκη και ο ενθουσιασμός, ο θόρυβος και η σιωπή είναι όλα ανάμεικτα και συγκεχυμένα. Στην Αθήνα το ποτάμι του πολέμου άρχισε να σχηματίζεται στην οδό Πανεπιστημίου και στους άλλους δρόμους που οδηγούσαν στο σιδηροδρομικό σταθμό. Είχε προηγηθεί ο χωρισμός στο σπίτι…
Τις πρώτες μέρες, όταν οι Ιταλοί εισβολείς έφτασαν στο Μέτσοβο, στην ησυχία της νύχτας ακούγαμε βαθιά και υπόκωφη βροντή κανονιών, που μέρα με τη μέρα έσβηνε μέχρι που χάθηκε. Σε κάθε βροντή οι γυναίκες έκαναν τον σταυρό τους, ώσπου μια μέρα χτύπησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες των δύο εκκλησιών. Είχε πέσει η Κορυτσά και εψάλη μεγάλη λειτουργία και στις δύο εκκλησίες. Τότε είχαμε δύο παπάδες...
Αργότερα έφθασαν οι πρώτοι ελαφρά τραυματισμένοι που μετά την ανάρρωσή τους έπαιρναν άδεια και έρχονταν στο χωριό. Τρέχαμε στην πλατεία για να τους δούμε. Τον Νοέμβριο ή τον Δεκέμβριο ήρθε η είδηση για τον πρώτο σκοτωμένο...
Πίσω στα παλιά