Τα Παναθήναια του 1931
Το καλοκαίρι του 1931, πολλές ήταν οι επιθεωρήσεις που ανέβαιναν στα αθηναϊκά θέατρα: "Η Κατεργάρα", "Η Ξελογιάστρα", "Η Ματσαράγκα", "Όλα Μέσα"και τα "Νέα Παναθήναια"ή "Παναθήναια του 1931". Τα "Νέα Παναθήναια"ανέβαιναν στο θέατρο Κοτοπούλη από το θίασο Γονίδη. Η πολιτική σάτιρα αναμιγνυόταν με την κοινωνική και μέσα από τα διάφορα σκετσάκια αναδεινύονταν καθημερινοί τύποι της εποχής, αλλά και κάποιες -αναχρονιστικές σήμερα- αντιλήψεις της εποχής, όπως η δυσπιστία απέναντι στη γυναίκα αστυνομικό. Ούτε ένα ούτε δύο, αλλά τα κείμενα από έξι σκετσάκια έχετε τη δυνατότητα να διαβάσετε και παράλληλα να γελάσετε ή να συγκρίνετε την επιθεώρηση εκείνης την εποχή με τη σημερινή.
Ο ΜΠΟΓΙΑΣ
Ο ηθοποιός Χρυσοχόος υποδυόταν την μπόγια, που οδηγούσε επί σκηνής την κλούβα του, μέσα στην οποία είχε διάφορα ζώα. Σε κάποια στιγμή συναντά τον Τζαννέτο (ο θιασάρχης Γονίδης) και τη Μαντίνα (την υποδυόταν η ηθοποιός Μαντινειού).
Μα.: Αυτό που σου λέω εγώ. Έτσι είναι.
Τζ.: Τον κακό σου τον γλάρο, διαόλου μπαούλο, που είναι έτσι. Ούλο και αντίρρηση μου φέρνεις και είσαι πνεύμα αντιλογίας, πα να πει, σε ότι σου πω.
Μα.: Εγώ βρε αφιλότιμε άντρα; Αφού δεν μου κάνεις ποτέ το χατήρι, γι'αυτό γκρινιάζω.
Τζ.: Γκρινιάζεις μόνο; Τρώγεσαι με τα ρούχα σου και με διαολίζεις κι εμένα.
Μα.: Με τα πείσματά σου μωρέ Τζαννέτο μου, με κάνεις και σκυλιάζω και μου 'ρχεται με το δίκιο μου να δαγκώσω άνθρωπο.
Τζ.: Λύσσαξες μωρέ διαόλου μαντρόσκυλο. Αν λύσσαξες, να φωνάξω τον μπόγια να σε πάρει.
(Εκείνη τη στιγμή ακούγεται το κλάξον αυτοκινήτου και μπαίνει ο μπόγιας στη σκηνή. Η Μαντίνα φοβάται).
Μπ.: Μπόγια ζητήσατε κύριε;
Τζ.: Μπόγιας είσαι συ;
Μπ.: Μάλιστα, κύριε. Μπόγιας της μόδας, ντε λα μοντ ντερνιέρ γκρι.
Μα.: Και έτσι όπως είσαι, πιάνεις πα να πει σκυλιά;
Μπ.: Και σκυλιά; Και σκυλιά.
Τζ.: Τα σκυλιά, λε σιέν.
Μπ.: Λε σιέν βουί, βουί τε κομπράν.
Τζ.: Τον βλέπεις μωρέ Μαντίνα; Σ'αυτόνε θα σε δώσω να σε πάρει για παρέα στην κλούβα του.
Μπ.: Δεν υπάρχει πλέον κλούβα, βουαλά μον ωτό.
Μα.: Τι έκανε λέει;
Τζ.: Και τα σκυλιά μωρέ αποχτήσανε ατυοκίνητο;
Μπ.: Αυτοκίνητο βέβαια. Όλα τα κοπρόσκυλα, λε κοπροσκίλ δηλαδή, που λέει και ο μεσιέ Μπιάγκο, έχουνε το σήμερις ωτό και τα σκυλιά ωτό να μην έχουνε;
Μα.: Είδες βρε αχάριστε άνδρα, ως και τα σκυλιά μπαίνουνε σε αυτοκίνητο. Κι εσύ ούτε μια φορά δεν μ'έβαλες σ'ένα αυτοκίνητο να με πας λιγουλάκι περίπατο να ξεσκάσω.
Τζ.: Μπα που να σκάσεις. Δεν μου λες, κύριε Μπόγια, δεν την παίρνεις, πα να πει να την κλείσεις στην κλούβα να χορτάσει περίπατο;
Μπ.: Πολύ ευχαρίστως. Αβέκ πλαιζίρ.
(Κάνει να πιάσει την Μαντίνα)
Μα.: Α, α, α Τζαννέτο μου, Τζαννέτο μου.
Τζ.: Έλα ντε διαόλου τσιμπούρι να σου δείξω, που θέλεις αυτοκίνητο.
Μπ.: Ω, μοντιέ, μοντιέ, τι δουλειά που 'ναι και τούτη τώρα τελευταίως.
Τζ.: Έχετε πολλή δουλειά, εξοχώτατε;
Μπ.: Δουλειά; Άλλο τίποτα. Λοτρ.. ριέν. Άλλο τίποτε.
(Τραγούδι)
Να κι ένας σκύλος στρογγυλοθρεμμένος
που πρίστηκε απ'το πολύ φαΐ
τον τσάκωσα και γύριζε λυμένος
απ'έξω απ'τη Βουλή πρωί πρωί.
Της λέσχης από χρόνια είναι κύων
που ζει εις αλλονών λογαριασμόν
αργόμισθος σε κάποιο υπουργείο
τσιμπούρι στον προϋπολογισμόν.
Ρεφραίν
Βρε αυτή τη χρονιά
τεμπέλη ντουνιά
σκυλολόι ρωμέικο
όποιος θέλει δουλειά
ας μαζεύει σκυλιά
να περνάει βίο μπέικο.
Να κι ένας σκύλος που ν'αγριεμένος
ο φόβος στης Γλυφάδας μας τις γκόμενες
ριχνότανε ατός σαν λυσσασμένος
και δάγκανε στην Πλάζα τις λουόμενες.
Τι φταίει ο σκύλος τάχα σαχλαμάρες
αφ'είναι οι λουόμενες σαν φρόκαλα
τσιτσίδι ας μη γυρνάν οι κοκαλιάρες
ο σκύλος να μη ρίχνεται στα κόκαλα.
Ρεφραίν
Βρε αυτή τη χρονιά.....
Μια λυσσασμένη σκύλα έχω όπου
το κρέας κυνηγά το ανθρωπινό
την έπιασαν προχτές στου Χαροκόπου
που γύριζε λυτή σ'ένα στενό.
Αυτή είν'των πενθεράδων μας το άστρο
που το φοβάται και ο ήλιος
η Άρτεμις μας πεθερά είναι η Κάστρο
η Άρτεμις μας πενθεροϋφήλιος.
Ρεφρέν
Βρε αυτή τη χρονιά....
Να κι ένα αθωότατο σκυλάκι
που μου 'πε να το πιάσω η Αρχή
γιατί όταν θυμώνει αυτή λιγάκι
γαβγίζει και τον κόσμο ανησυχεί.
Αυτός είναι ο κακόμοιρος ο Τύπος
που αν έγινε η γη μιας Μαδιάμ
το φίμωτρο του βάλαν παρατύπως
να μη γαβγίζει και σκυλιάζει ο Αβραάμ.