Γιατί έδειξε φωτογραφία του γυμνού Σάτυρου σε συμπρωταγωνίστριά του την ώρα της παράστασης. Πώς αντέδρασε η παρτενέρ του.
Ο ηθοποιός Βασίλης Λογοθετίδης ήταν σεμνός άνθρωπος. Οι φίλοι και οι συνάδελφοί του τον περιέγραφαν ως συνεσταλμένο, γλυκομίλητο, με έμφυτη ευγένεια. Ήταν διακριτικός και εγκρατής. Εντιμότατος ως χαρακτήρας, και συνεπώς, έτσι θα ήταν και στις δοσοληψίες του ως θιασάρχης. Πάνω στη σκηνή ήταν πατέρας της σκηνικής χαράς. Όταν βρισκόταν λέει με τους συνεργάτες και τους φίλους του ακτινοβολούσε κέφι και γοητεία, πειράζοντας τον ένα, γελώντας με τον άλλο, λέγοντας ατέλειωτες ιστορίες, ανέκδοτα και αναμνήσεις από το θέατρο. Ήταν ο μαγνήτης και η χαρά της συντροφιάς. Τέτοιος χωρατατζής ήταν που έκανε αστεία ακόμα και στη διάρκεια των παραστάσεων, πάνω στη σκηνή. Ένα από τα αστεία του, ανακάλεσε από τη μνήμη της η ηθοποιός Ελένη Χαλκούση. «Μόλις είχαμε ανεβάσει στο Ρεξ τη θεατρική διασκευή της Μαντάμ Μποβαρύ του Γκαστόν Μπατύ με τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Κύριος Ωμάς, ο Βασίλης Λογοθετίδης. Κυρία Ωμάς, εγώ. Σε κάποια στιγμή το ζεύγος Ωμάς ανησυχούσαμε για τον δρόμο που έπαιρνε ο παραγιός μας ο Ζουστέν, που τον έπαιζε ο Τάκης Γαλανός και ο Λογοθετίδης με φώναζε κοντά του για να μου δείξει τα βιβλία που διάβαζε ο προστατευόμενος μας και που δικαιολογούσαν τις ανησυχίες μας. Είναι αυτονόητο ότι στο αντίκρισμα των σελίδων αυτών δοκίμαζα κάποια δυσάρεστη έκπληξη, που εκδηλωνόταν με θυμό και λύπη σύμφωνα άλλωστε και με τον διάλογο που ακολουθούσε. Ένα βράδυ την ώρα που κοίταζα το βιβλίο δίπλα του, ο Βασίλης μου ψιθύρισε μια φράση άσχετη με το έργο, που τη βρήκα τόσο αστεία ώστε με δυσκολία κράτησα τα γέλια μου. -Βρε με το τίποτα γελάς εσύ; Μου είπε όταν κατεβήκαμε από τη σκηνή. Το άλλο βράδυ από τον φόβο μου μην επαναληφθεί το ίδιο αστείο, όταν ήλθε αυτή η σκηνή, πήρα με σπουδή το βιβλίο από τα χέρια του Βασίλη και απομακρύνθηκα, καρφώνοντας προσεχτικά τα μάτια μου στην ανοιχτή σελίδα. Φαντάζεστε τι έγινε όταν αντιλήφθηκα ότι ο Βασίλης είχε κολλήσει στις ανοιχτές σελίδες καρτ ποστάλ ακατάλληλου περιεχομένου, έναν σάτυρο με προτεταμένο πέος. Βιαστικά έκλεισα το βιβλίο προσπαθώντας να κρατήσω τη σοβαρότητά μου, άπλωσα το χέρι μου να του το επιστρέψω, αλλά ο Βασίλης με κράτησε σφιχτά με το ένα χέρι, ξανάνοιξε το βιβλίο στην επίμαχη σελίδα και βάζοντάς το κάτω από τα μάτια μου, επαναλάμβανε σοβαρά και θυμωμένα: «Όχι, κοίταξε τι διαβάζει ο προκομμένος ο Ζουστέν! Όχι, παρακαλώ κοίταξε, πρέπει να κοιτάξεις.» Το μαρτύριό μου βάσταξε ως τη στιγμή που κατόρθωσα να του ξεφύγω και να βγω από τη σκηνή χωρίς να πω λέξη από το κείμενό μου κι ο Βασίλης με κυνηγούσε ως τα παρασκήνια φωνάζοντας: «Κοίταξε κυρία Ωμάς, παρακαλώ, κοίταξε!»
Απόσπασμα από το βιβλίο «Βασίλης Λογοθετίδης, ο μέγιστος των κωμικών» του Μάκη Μωραίτη, εκδόσεις Οδός Πανός....
http://www.mixanitouxronou.gr