Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται...
Ο άγριος καυγάς Σακελλάριου-Βουγιουκλάκη, η Μαρία Καλουτά ως Λίζα Παπασταύρου και το «όχι» του Χορν
Θεωρείται από πολλούς η πλέον κλασική ταινία της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου και μάλλον όχι άδικα, αφού οι πρωτιές, οι διακρίσεις, αλλά και τα ευτράπελα που τη συνοδεύουν δεν είναι και λίγα. Ο λόγος για την ταινία με τίτλο «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», η οποία γυρίστηκε το 1959 από την Finos Film, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελάριου και πρωταγωνίστρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Η ταινία έκοψε 239.530 εισιτήρια, ήρθε πρώτη σε εισπράξεις ανάμεσα σε 52 ελληνικές παραγωγές της σεζόν 1959-1960 και αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης θεατρικής επιτυχίας του Αλέκου Σακελλάριου. Σίγουρα ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η παράσταση είχε ανέβει την άνοιξη του 1944 στην Αθήνα, με την Μαρία Καλουτά στο ρόλο της μαθήτριας Λίζας Παπασταύρου. Η ταινία όπως μας πληροφορεί η Finos Film κατάφερε να αποτελέσει σημείο αναφοράς για την κοινωνική ζωή της χώρας τη χρονιά που προβλήθηκε. Γιατί πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανεις το γεγονός ότι ενώ προβλήθηκε στην καρδιά του χειμώνα, στις 16 Νοεμβρίου του 1959, ανάγκασε ακόμα και τους ιδιοκτήτες των θερινών κινηματογράφων να ανοίξουν για να την προβάλλουν ακόμα και υπό βροχή, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους χιλιάδες Έλληνες σινεφίλ που ήθελαν να την απολαύσουν. Η ταινία, σύμφωνα με σχετικές έρευνες, θεωρείται ως η περισσότερο ειδωμένη ταινία όλων των εποχών στην Ελλάδα, μια και υπολογίζεται πως την είδαν πάνω από δέκα εκατομμύρια Έλληνες στα δέκα πρώτα χρόνια προβολής της, καθώς και αμέτρητοι στα 55 χρόνια προβολής της από την τηλεόραση. Βλέπετε, αποτελεί ίσως την πλέον αγαπημένη ταινία των ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών της χώρας μας και όχι άδικα, αφού σε κάθε της προβολή, σημειώνει ρεκόρ τηλεθέασης. Μαζί με την Βουγιουκλάκη, πρωταγωνιστούσε στο ρόλο του αυστηρού καθηγητή ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ρόλο που πήρε ο τελευταίος όταν αρνήθηκε να τον πάρει ο Δημήτρης Χορν, για τον οποίο προορίζονταν. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της εποχής εκείνης, ο Χορν αρνήθηκε να ερμηνεύσει τον εν λόγω ρόλο, λέγοντας στον Σακελλάριο: «Όχι Αλέκο μου, δεν θα δεθώ εγώ στο άρμα της Βουγιουκλάκη σαν τον Μουσούρη». Η υπόθεση της ταινίας πασίγνωστη: Ένας νεαρός φτωχός καθηγητής προσλαμβάνεται δοκιμαστικά ως φιλόλογος σε ένα ιδιωτικό σχολείο θηλέων και έρχεται αντιμέτωπος με τα κακομαθημένα πλουσιοκόριτσα. Μια όμορφη μαθήτρια, η Λίζα Παπασταύρου, ταλαιπωρεί διαρκώς τον νεοφερμένο καθηγητή και εκείνος αναλαμβάνει - πάντα με την άδεια του λυκειάρχη - να την συμμορφώσει. Η Λίζα προσπαθεί να εκδικηθεί τον καθηγητή με διάφορες μικροαπάτες, αλλά ένα ειδύλλιο μεταξύ τους θα περιπλέξει την κατάσταση. Πλούσια είναι η ενημέρωση που παρέχει η Finos Film για την ταινία. Όπως αναφέρει, πρόκειται για την πρώτη ταινία του Σακελλάριου, όπου πρωταγωνιστεί η Αλίκη. Και η εταιρεία αναφέρει: «Μάλιστα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων προέκυψαν κάποια προβληματα μεταξύ τους. Όπως υποστήριζε η Αλίκη, ο Σακελλάριος θέλοντας να προβάλει ιδιαίτερα την τότε αγαπημένη του και μετέπειτα σύζυγό του, Μπέμπη Κούλα (το πραγματικό όνομα της Νίκης Λινάρδου), γύριζε την κάμερα προς εκείνη την ώρα που μιλούσε η Αλίκη στην ταινία. Η Αλίκη το πήρε είδηση και ζήτησε από τον Φίνο να δουν τα πρώτα γυρίσματα. Ο Φίνος πρόσεξε ότι η Αλίκη είχε δίκιο και επέβαλε στον Σακελλάριο, ο οποίος του δικαιολογήθηκε πως έφταιγαν τα χρώματα του σκηνικού για το ότι έπαιρνε τα πλάνα από άλλη γωνία, να ξαναγυριστούν οι σκηνές. Ο Σακελλάριος έγινε έξαλλος με την Αλίκη και ακολούθησε μία έντονη σκηνή, όπως λέγεται, στη σκάλα του κτιρίου της Φίνος Φιλμ στην οδό Χίου 53, κατά την οποία της είπε, "Δεν θα με μάθεις εσύ, ένα σκ…, πώς να κάνω τη δουλειά μου!"». Και η Finos Film συνεχίζει: «Η ταινία αποτελεί και την πρώτη συνεργασία της Αλίκης με το Μάνο Χατζιδάκι, τον οποίο της τον είχε γνωρίσει στο πατάρι του Λουμίδη (καλλιτεχνικό στέκι της εποχής) ο Μάριος Πλωρίτης. Η τελευταία τους συνεργασία ήταν το 1986 στην Επίδαυρο με τη «Λυσιστράτη». Όταν εκλήθη ο Μάνος Χατζιδάκις να γράψει τη μουσική για τα τραγούδια της ταινίας στους ρυθμούς της τσα-τσα-τσα, δε γνώριζε καθόλου το μουσικό αυτό είδος. Για αυτό τον λόγο, ζήτησε να ακούσει κάποιες άλλες παρόμοιες επιτυχίες της εποχής κι έτσι βγήκανε οι μοναδικές αυτές μελωδίες. Τα δύο τραγούδια της ταινίας, «Το Γκρίζο Γατί» (γνωστό ως «νιάου βρε γατούλα») και «Έχω ένα Μυστικό» κυκλοφόρησαν σε signles και έγιναν ανάρπαστα, πουλώντας κοντά στα 100.000 αντίτυπα, γεγονός το οποίο αποτελεί σταθμό στην ελληνική δισκογραφία, αφού απονεμήθηκε ο πρωτος χρυσός δίσκος στην Ελλάδα από τον διευθυντή της ολλανδικής δισκογραφικής εταιρίας «Philips». Τα γυρίσματα του τραγουδιού «Γκρίζο γατί» διήρκησαν τρεις μέρες στον Σχοινιά». Πέρα από το δίδυμο Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ, στην ταινία πρωταγωνιστούσε πλειάδα σπουδαίων ηθοποιών, όπως οι Ορέστης Μακρής, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Χρήστος Τσαγανέας (στο ρόλο του θρυλικού Διευθυντή του σχολείου, που καθιέρωσε την έκραση «βεβαίως-βεβαίως»), Γιώργος Γαβριηλίδης, Θόδωρος Μορίδης, Μαρίκα Κρεββατά, Μέλπω Ζαρόκωστα, Νίκη Λινάρδου, Άννα Μαντζουράνη, Κατερίνα Γώγου, Νίκος Φλώκας, Μαίρη Μεταξά, Άννυ Παπακωνσταντίνου, Άγγελος Λάμπρου, Θάνος Σουγιούλ, Καλή Καλό, Στέλλα Γκρέκα, Μίρκα Καλαντζοπούλου κ.α. Η φωτογραφία και το μοντάζ ήταν του Ντίνου Κατσουρίδη, μετέπειτα σπουδαίου σκηνοθέτη. Το 1960, η ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» βραβεύτηκε στο Α'Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ως μία από τις τρεις καλύτερες ελληνικές ταινίες της πενταετίας 1955 – 1960, μαζί με τον «Δράκο» του Κούνδουρου και τη «Στέλλα» του Κακογιάννη. Παράλληλα, εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Εδιμβούργου τον Αύγουστο του 1961, με τον τίτλο "Maidens Cheek". Στην ταινία βασίστηκε το περιοδικό Θεατής, τον Αύγουστο του 1960 και τη δημοσίευσε σε μορφή σινέ-ρομάντου. Αυτό διήρκεσε για 24 εβδομάδες.
«Οι κληρονόμοι», το φόρεμα «Μετά τον καυγά» και η τολμηρή εμφάνιση της Μάρθας Καραγιάννη
Το 1964 ο Φίνος αποφασίζει να δώσει κινηματογραφική «σάρκα και οστά» σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θεατρικό έργο των Πολύβιου Βασιλειάδη και Νίκου Τσιφόρου, που είχε τον τίτλο «Οι κληρονόμοι». Το θέμα του έργου ήταν εκείνο που του προξένησε το ενδιαφέρον, αφού ήταν μάλλον διαφορετικό από τα συνηθισμένα, ενώ στο μυαλό του είχε ήδη βάλει το τρίο των πρωταγωνιστών που θα το ενσάρκωναν. Κι αυτοί δεν ήταν άλλοι από τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Κώστα Χατζηχρήστο και Κώστα Βουτσά, οι οποίοι εκείνη την εποχή «έσπαγαν» ταμεία με τις ερμηνείες τους. Έτσι, ανέθεσε στον Γιάννη Δαλιανίδη τη σκηνοθεσία και το αποτέλεσμα ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία, η οποία προβλήθηκε στις αίθουσες Αθήνας-Πειραιά-Προαστίων τη σεζόν 1964-1965, έκοψε 249.751 εισιτήρια και κατέλαβε την 12η θέση από πλευράς εισπράξεων από τις 92 ταινίες της σεζόν εκείνης. Μαζί με τους τρεις σπουδαίους αυτούς ηθοποιούς, πρωταγωνιστούσε και η Μάρθα Καραγιάννη, η οποία προκάλεσε αίσθηση με την ερμηνεία της, στο ρόλο της μοιραίας κληρονόμου που στο τέλος είναι εκείνη που ουσιαστικά βάζει τους όρους του παιχνιδιού, χωρίς όμως να το γνωρίζουν οι υπόλοιποι κληρονόμοι. Η υπόθεση της ταινίας ήταν η εξής: Δύο μακρινά ξαδέλφια, ο Παναγιώτης ο κουρέας (Κώστας Χατζηχρήστος) και ο Σωτήρης, ένας άνεργος νεαρός (Κώστας Βουτσάς), κληρονομούν τον μακαρίτη θείο τους, ιδρυτή ενός οίκου υψηλής ραπτικής. Συνκληρονόμοι είναι ο Ερρίκος, ο διευθυντής του οίκου (Ντίνος Ηλιόπουλος), και η Μαίρη, η φιλενάδα του μακαρίτη, την οποία υποδύεται η Μάρθα Καραγιάννη. Τα δυο ξαδέλφια και ο διευθυντής κληρονομούν ο καθένας το 24% της επιχείρησης και η Μαίρη το 28%. Τέσσερα μερίδια για τέτοια κληρονομιά είναι μάλλον πολλά και ιδιαίτερα όταν πρόκειται για άσχετους με το επάγγελμα ανθρώπους. Κι ενώ τα ξαδέλφια προσπαθούν να βγάλουν ο ένας το μάτι του άλλου, η καπάτσα Μαίρη παριστάνει το μανεκέν, κλέβει την καρδιά του Ερρίκου και έτσι αποκτά τον έλεγχο του οίκου. Στο μεταξύ, ο Σωτήρης κι ο Παναγιώτης ερωτεύονται δύο υπαλλήλους της επιχείρησης, την Καίτη (Χλόη Λιάσκου) και τη Φώφη (Έλσα Ρίζου), οπότε τακτοποιούνται τα πάντα. Ωστόσο οι κωμικές καταστάσεις που δημιουργούνται είναι άνευ προηγούμενου, με το τρίδυμο Ηλιόπουλου-Βουτσά-Χατζηχρήστου σε «διαβολεμένα» κέφια, να ισοπεδώνουν τους πάντες και τα πάντα με τις εξαιρετικές ατάκες και διαλόγους τους. Αξέχαστη η σκηνή που καταστρέφουν τα καλύτερα φορέματα του οίκου, όταν ο Σωτήρης και ο Παναγιώτης τα δίνουν να τα φορέσουν κάποιες φιλενάδες τους, που θέλουν να προσληφθούν ως μοντέλα. Η ζημιά είναι μεγάλη, ωστόσο καταφέρνουν τελικά να πουλήσουν τα σκισμένα φορέματα τονίζοντας σε κάποιες αφελείς κυρίες ότι πρόκειται για...άποψη! «Μετά τον καυγά» ήταν μάλιστα η επωνυμία ενός φορέματος που έσκισαν, το οποίο πουλήθηκε πανάκριβα! Η ταινία έχει και ιστορική αξία διότι ήταν η τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση του Κώστα Χατζηχρήστου στην Finos Film. Στα ενδιαφέροντα tips της ταινίας είναι και η εμφάνιση του Γιάννη Δαλιανίδη ως κομπάρσου, όταν υποδύθηκε έναν περαστικό που προσπαθεί να ηρεμήσει δύο οδηγούς που καυγαδίζουν στο δρόμο για ένα παραλίγο τρακάρισμα. Ο ένας από τους δύο οδηγούς ήταν ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Μια άλλη ενδιαφέρουσα πληροφορία για την ταινία «Οι κληρονόμοι» αφορά στην τολμηρή εμφάνιση της Μάρθας Καραγιάννη, η οποία σε μια σκηνή του έργου χορεύει σχεδόν γυμνή, με μόνο κάποια μικρά φτερά να καλύπτουν τα επίμαχα σημεία του γυμνού κορμιού της. Η εμφάνιση αυτή ακόμα και σήμερα θεωρείται εξαιρετικά «προχωρημένη», ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι τα φτερά πάνω στα επίμαχα σημεία της Καραγιάννη κόλλησε... ο ίδιος ο Γιάννης Δαλιανίδης. Μαζί με τους παραπάνω ηθοποιούς, στην ταινία πρωταγωνιστούσαν οι Περικλής Χριστοφορίδης, Κατερίνα Γιουλάκη, Νικήτας Πλατής, Σάσα Καζέλη, Γιώτα Σοϊμοίρη, Γιώργος Βελέντζας, Σπύρος Κωνσταντόπουλος, Πόπη Δεληγιάννη, Γιώργος Γρηγορίου, Ρούλα Κωσταρά. Η μουσική ήταν του Μίμη Πλέσσα και η σκηνογραφία του μετρ του είδους, Μάρκου Ζέρβα.