Η επίσκεψη του Βασιλιά Γεωργίου, τα σχέδια του Γιάννη Τσαρούχη και η εγκατάλειψη από το Υπ. Πολιτισμού, που το αγόρασε αντί 100.000.000 δραχμών
{Από το περιοδικό «δ» που κυκλοφορεί με την «κυριακάτικη δημοκρατία»}
Τα χιλιάδες αυτοκίνητα και οι δεκάδες πεζοί που αντικρίζουν καθημερινά την γκρίζα πρόσοψη του ισόγειου λαϊκού κτίσματος που στέκει παραπονεμένο στην οδό Πλαταιών 38, στο Μεταξουργείο, δεν υποπτεύονται τι κρύβει στους σκολιούς διαδρόμους και στις χαμηλοτάβανες εγκαταστάσεις του. Πρόκειται για το τελευταίο ελληνικό «Καλεμκερείον», δηλαδή το εργαστήριο Ελληνικών Παραδοσιακών Σταμπωτών Μαντηλιών Κεφαλής. Αγοράστηκε από το υπουργείο Πολιτισμού -αντί περίπου 100.000.000 δραχμών, όταν ίσχυε ακόμη το ελληνικό νόμισμα- και έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη του. Πρόκειται για άλλη μία «βαθιά» μαχαιριά στα σπλάχνα της αθηναϊκής λαογραφίας, αφού ανάλογο δείγμα εργαστηρίου δεν σώζεται πουθενά στην ελληνική επικράτεια.
Η ιστορία ξεκινά πριν από περίπου 135 χρόνια και μοιάζει σαν παραμύθι. Είχε μαγικό πηγάδι, μυστική συνταγή που φυλασσόταν με προσοχή και διδόταν μόνο από πατέρα σε γιο, ένα μυστηριώδες μαύρο χρώμα που παρέμενε πάντα ανεξίτηλο, αλλά και τον απαραίτητο βασιλιά... Η αρχή έγινε το 1879 στη Σύρο, όταν ο Ηρακλής Οικονομόπουλος μαζί με τα τέσσερα αδέλφια του ξεκίνησε τη λειτουργία του Καλεμκερείου, ενός εργαστηρίου παραδοσιακής τυποβαφικής τέχνης.
Η προσέλευση
Η λέξη καλεμκερί είναι τουρκικής προέλευσης και σύνθετη (καλέμ=κάλαμος και κιαρ=εργασία) και σήμαινε το γυναικείο και ζωγραφισμένο στο χέρι μαντήλι. Το 1895, η επιχείρηση μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στην οδό Πλαταιών 38. Η επιλογή τουσυγκεκριμένου χώρου δεν ήταν τυχαία. Αντιθέτως, υπήρξε συγκεκριμένος λόγος γι'αυτήν: Το πηγάδι, αφού για την παραγωγή χρειαζόταν άφθονο νερό.
Στη Σύρο χρησιμοποιούσαν θαλασσινό νερό, αλλά στην Αθήνα της λειψυδρίας οι προοπτικές ήταν δυσοίωνες. Στην οδό Πλαταιών 38, όμως, υπήρχε ένα πηγάδι βάθους μόλις τεσσάρων μέτρων. Καθημερινά, με την κατανάλωση, η στάθμη του κατέβαινε. Ομως, την επομένη το πηγάδι ήταν και πάλι γεμάτο. Κι αυτό συνέβαινε για περισσότερο από έναν αιώνα. Οι γεωλόγοι ποτέ δεν εξήγησαν το φαινόμενο, ενώ οι ντόπιοι το απέδιδαν στη γειτνίαση με το Αδριάνειο Υδραγωγείο ή κάποια φλέβα του ποταμού Ηριδανού, ο οποίος κατέληγε στον Κεραμεικό. Το Μαντηλάδικο λειτούργησε κανονικά έως το 1997, τηρώντας την ίδια και απαράλλακτη διαδικασία, με τις συνταγές του παππού. Μόνη αλλαγή, το πέρασμα από τα ξύλινα καλούπια και τις σφραγίδες -φτιαγμένες από ξύλο φλαμουριάς- στη μεταξοτυπία.
Ο τελευταίος της οικογένειας, ο Δημήτρης Οικονομόπουλος, συνήθιζε να λέει για την παραγωγή μαντηλιών: «Είναι χρονοβόρος, πολυποίκιλη και χρειάζεται δύο πράγματα: υπομονή και τις καιρικές συνθήκες σύμμαχο». Η βαφή των μαντηλιών γίνονταν εν ψυχρώ, χωρίς ατμό ή άλλη θερμότητα. Ετσι, κάποια μαντήλια που χρειάζονταν ζέστη έβγαιναν τους καλοκαιρινούς μήνες, ενώ τα υπόλοιπα έμεναν για τον χειμώνα. Στα 118 χρόνια λειτουργίας του, το Μαντηλάδικο έφτιαχνε μαντήλια κεφαλής με παραδοσιακά σχέδια και μοτίβα. Με αυτά προμήθευε όλες τις περιοχές, τόσο της ηπειρωτικής όσο και νησιωτικής Ελλάδας. Επίσης, έφτιαχνε ειδικό μαντήλι κεφαλής, το λεγόμενο «των καλογραίων», που πήγαινε σε όλα τα μοναστήρια της πατρίδας μας. Με τα χρόνια φορέθηκαν από τις αγρότισσες, μπήκαν στα λαογραφικά μουσεία, έγιναν συμπλήρωμα στις παραδοσιακές φορεσιές των χορευτικών συγκροτημάτων.
Οι πιο τολμηρές γυναίκες τα έκαναν ρούχα. Τα μοτίβα τους φορέθηκαν από το πρωί, σε πρωτοποριακά για την εποχή τους σορτς, έως το βράδυ σε αμπιγέ τουαλέτες. Την περίοδο '35-'40 έγινε και άνοιγμα στον τουρισμό. Με προτροπή της Δόρας Στράτου, ο Γιάννης Τσαρούχης θα δημιουργήσει 12 σχέδια. Η θεματολογία τους, πέρα για πέρα ελληνική⋅ η Ρόδος, η Θεσσαλονίκη, η Μύκονος, τριήρεις, περικεφαλαίες, ο θερισμός, το μάζεμα της ελιάς, ο τρύγος. Το αποτέλεσμα, σπουδαίο. Τα μαντήλια ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο, γοήτευσαν το γυναικείο φύλο και φιγουράρισαν στα εξώφυλλα πολλών ξένων περιοδικών μόδας.
Η Φρειδερίκη
Αλλά το Μαντηλάδικο της οδού Πλαταιών συγκίνησε και βασιλικές καρδιές. Η βασίλισσα Φρειδερίκη λάτρευε τα μαντήλια και τα έκανε μόδα σε ανάκτορα και πρεσβείες, ενώ ο βασιλιάς Γεώργιος επισκέφτηκε την παραδοσιακή μονάδα το 1937 για να δει πού και πώς φτιάχνονταν τα περίφημα μαντήλια. Την ίδια εποχή οι διεθνείς διακρίσεις ακολουθούσαν η μία την άλλη. Χρυσά βραβεία σε διεθνείς εκθέσεις για την εικόνα και την ποιότητα. Μοναδικός παραδοσιακός τεχνικός εξοπλισμός, λεπτοκαμωμένες μήτρες, σπουδαία σχέδια, πατροπαράδοτες συνταγές και το μαύρο ανεξίτηλο χρώμα της ανιλίνης. Το χρώμα που χαρακτήριζε τα ελληνικά μαντήλια, αφού παρέμενε ανεξίτηλο ακόμη και στη χλωρίνη!
Το Μαντηλάδικο της οδού Πλαταιών δεν υπήρξε ένα απλό βιοτεχνικό εργαστήριο. Συνδέθηκε με την ιστορία της πόλης των Αθηνών αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας, και έγινε μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς αυτού του τόπου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το 1995 το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού χαρακτήρισε ιστορικά διατηρητέα μνημεία το κτίριο, τον εξοπλισμό και τα υπόλοιπα κινητά αντικείμενα. Ευτυχώς, νωρίς εκπονήθηκε ερευνητικό πρόγραμμα του Εθνικού Αρχείου Ενδυμασίας και καταγράφηκαν μεθοδικά τα Ελληνικά Σταμπωτά Μαντήλια Κεφαλής του εργαστηρίου της οδού Πλαταιών.
Αλλά το... παραμύθι μας δεν έχει ευτυχές τέλος. Ο τελευταίος μαντηλάς, ο Δημήτρης Οικονομόπουλος, έφυγε από τη ζωή πιστεύοντας ότι είχε κάνει το καθήκον του, αφού φρόντισε να διασώσει την ιστορική επιχείρηση και να τη διαθέσει στο Δημόσιο. Αλλά η Πολιτεία δεν έχει πράξει ακόμη το δικό της. Εγιναν κάποιες εργασίες αποκατάστασης, όμως το κτίριο και το περιεχόμενό του, τα οποία πλέον ανήκουν στο ελληνικό κράτος, παραμένουν εγκαταλειμμένα και αφύλακτα στις διαθέσεις εκείνων που θα θελήσουν να λεηλατήσουν και να χάσουμε έτσι έναν πραγματικό λαογραφικό θησαυρό!
Από τον
Ελευθέριο Σκιαδά